Στα θροΐσματα της νύχτας, στο σφύριγμα του ανέμου, στη δροσιά που νοτίζει τ’ αγριολούλουδα, στο φως της σελήνης, στα σοκάκια με τα φώτα που λαμπυρίζουν με πολύχρωμες ανταύγειες, στα πλακόστρωτα δρομάκια, στις στέγες των σπιτιών, στα χωριάτικα κατώγια, στις λίμνες που ησυχάζουν το βράδυ, στις κορφές των βουνών, στα υπόγεια που μυρίζουν μούχλα, στις πλατείες με τα χιλιάδες πρόσωπα, στο ποτήρι που ξεχειλίζει το νέκταρ της λήθης και της μοναξιάς, στον κόσμο που περιπλανιέται αδιάκοπα μέσα σ’ ένα κατασκότεινο σύμπαν, σε όλα αυτά τα μέρη οι ψυχές στήνουν χορούς, απαγγέλουν ποιήματα, κάνουν πειράγματα η μια στην άλλη, σκαρώνουν φάρσες στους θνητούς και προσπαθούν να θυμηθούν περασμένες ζωές.
Περιμένουν τη σειρά τους, να μετουσιωθούν σε σώμα, να περάσουν από της Λήθης το ποτάμι, να ζήσουν μια νέα περιπέτεια στο σώμα κάποιου θνητού που μόλις γεννιέται και να ξανασυναντήσουν τις άλλες όταν θα εγκαταλείψουν τη φθαρτή ηδονή. Πολλές από αυτές έκαναν αμέτρητα ταξίδια, ξέχασαν πια τις προηγούμενες φορές που βρίσκονταν σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο που μοσχοβολούσε θυμάρι, νυχτολούλουδα και ρόδα. Κάθε φορά αρπάζουν την ευκαιρία να ζήσουν ένα διαφορετικό παιχνίδι. Το παιχνίδι της πίκρας ή της ξεγνοιασιάς. Δεν τις ενδιαφέρει, είναι συνηθισμένες να αλλάζουν ρόλους, τους προκαλεί απίστευτη πρόκληση να βιώσουν το Άλλο, το Διαφορετικό. Αισθάνονται παιχνίδια στα χέρια μιας δύναμης που κινεί τα πάντα, αρέσκονται να γνωρίσουν αυτό που – εκεί κάτω στη γη – λένε Ζωή.
Πάνε κι’ έρχονται, ακούν το κλάμα του μωρού, το θρήνο της απώλειας, τη δυστυχία της απόρριψης, το δράμα της φτώχιας, την αλαζονεία του πλούτου. Ακούν τη Ζωή και απορούν, απορούν με τα συναισθήματα των ανθρώπινων πλασμάτων. Δεν τα δημιουργούν αυτές, δεν έχουν την παραμικρή συμμετοχή, είναι μια δύναμη που τις ξεπερνά. Αφουγκράζονται τους παλμούς του πιο ζωτικού οργάνου και απορούν, τρελαίνονται από τον θόρυβο που κάνει στις στιγμές που λειτουργεί ανεξέλεγκτα, στις στιγμές που δεν χειραγωγείται από αυτές. Καμπάνες κτυπούν το μεταλλικό τους ήχο και μυρώνουν υπάρξεις που αγωνιούν, παλεύουν, σέρνονται ή ξεσηκώνονται, φτύνουν δυστυχία και θλίψη, ευτυχία και μεταλαμπάδευση του πόθου. Είναι εκεί στο υπέρτατο μυστήριο αλλά δεν το χαλιναγωγούν, ξεφεύγει από τις δυνάμεις τους. Ένας άλλος θεός προσβάλλει τα τείχη που έστησαν με την μετακόμιση στις θλιμμένες υπάρξεις. Έχει δύναμη, πολιορκητικές μηχανές, περίπλοκα όπλα και πολλά, μα πάρα πολλά βέλη. Είναι αυτός που θα τις κάνει να μεθύσουν από την κατάκτηση, είναι αυτός που θα τις κάνει να συναντηθούν μέσα στο άπειρο (μερικές φορές ξανά και ξανά). Είναι ο υπέρτατος και πανίσχυρος δαμαστής τους, είναι αυτός που μπορεί να τις εγκλωβίσει σ’ ένα κόσμο όπου το αόρατο γίνεται ορατό, το ανέφικτο εφικτό, η απελπισία ελπίδα, η θλίψη ευτυχία, η μοναξιά συντροφικότητα. Είναι αυτός που δημιούργησε τα πάντα, αυτός που τις ξαναζωντανεύει με το φιλί του. Είναι ο Έρωτας, ο θεός που τις κάνει να ξαναθυμηθούν τη μοναδική και ιδιαίτερη ύπαρξή τους, είναι αυτός που μεσολαβεί για να γνωρίσεις το άγνωστο, για να ξανασυναντήσεις αυτό που σου έλειπε, να ξαναπαίξεις στο λαμπύρισμα των πυγολαμπίδων. Είναι ο θεός που σε καθοδηγεί να γνωρίσεις, να δεις και να σμίξεις, σ’ ένα καμένο τόπο, με τις ψυχές των άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου