Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ουράνιο


περπάτησα στα χρώματα του ουράνιου τόξου,
έψαξα την πηγή και τον χρυσό που υποσχόταν,
είδα τον θεό να μου φωνάζει με φωνή που βρυχόταν
¨θνητέ βγες από της μοίρας το παιχνίδι", απομονώσου...


πήρα τον δρόμο που πρόσταζε το πορτοκαλί,
γονάτισα στον ναό του ήλιου, προσευχήθηκα
το φως να γίνει πιο ζεστό, η μήτρα που γεννήθηκα
να ξαναδώσει τη φωτιά στο πέτρινο γυαλί....

σκαρφάλωσα, ψηλαφώντας το κίτρινο,
στ΄ αστέρια ύψωσα τη φωνή ικετεύοντάς τα
να κατέβουν πιο χαμηλά, χαϊδεύοντάς τα,
να δώσουν ίσκιο στου ονείρου μου τον κρίνο...

γλύστρησα στο κόκινο, με σπίθες στην καρδιά μου,
αισθάνθηκα τη ρώγα που βύζαξα να με ποτίζει αίμα,
το πρώτο μου νανούρισμα να μου θυμίζει ρέμα
που σάρωνε την ύπαρξη που γέννησε τα παιδιά μου...

και ήρθε το γαλάζιο, απέραντο, αιώνιο,
με πλάνεψε στη θάλασσα του πόθου,
στην έρημο του πόνου, στην ανηφόρα δύσβατου λόφου,
ν΄αγκομαχάς για το άπιαστο, για της αγάπης το τελώνιο...

και τέλος το πράσινο, γήινο, ζωώδες,
με γκρέμισε στο σήμερα, στο γνώριμο, στο σύνηθες,
διέγραψε με μιάς το όνειρο και βροντοφώναξε: "συνήλθες"
πατάς στη γη και βλέπεις αυτό που δεν ζεις, αυτό που πρωτόδες!

σαν περπατάς στου ουρανού το τόξο
τίποτα δεν σου μαρτυρά πως θα βρεθείς απόξω.....

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Les Métamorphoses du vampire (Charles Beaudelaire)


Οι μεταμορφώσεις του βαμπιρ.
[από τα "καταραμένα" ποιήματα σε ελεύθερη απόδοση]



(αφιερωμένο ήδη και μοναδικά)

Η γυναίκα όμως, με το στόμα της στης φράουλας το χρώμα,
Σπαρταρώντας σαν φίδι σε κάρβουνα, αναμμένα ακόμα,
Χαϊδεύοντας στο στέρνο της τη σιδερένια χτένα,
Άφηνε να γλιστρούν λέξεις ποτισμένες μ’ αρώματα ξένα:
«Εγώ έχω υγρά χείλη και γνωρίζω τον τρόπο
Να χάνεις την παλιά συνείδηση στου κρεβατιού το φόντο.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα θριαμβευτικά μου στήθη,
Και κάνω γέρους να γελούν με παιδική καρδιά, βγαίνοντας απ’ τη λήθη,
Αντικαθιστώ, γι αυτούς που με βλέπουν γυμνή και χωρίς τα φτερά,
Το φεγγάρι, τον ήλιο, τον ουρανό και τ’ άστρα ψηλά!
Είμαι, αγαπητέ σοφέ μου, τόσο διδαγμένη στις απολαύσεις
Που στα φοβερά μου μπράτσα, πνίγω άνθρωπο προτού κοιτάξεις,
Ή αφού εγκαταλείψω στις δαγκωματιές σας το στήθος,
Ντροπαλή, ακόλαστη, εύθραυστη, ισχυρή, δίχως ήθος,
Ώστε πάνω στα στρώματα αυτά που λιγοθυμούν όλοι με πάθος
Αδύναμοι άγγελοι θα καταδικαστούν για μένα, για το δικό τους λάθος!»


Όταν αργά μου στέρησε τον μυελό των οστών μου
Κι εγώ έστρεψα σ’ αυτήν, νωχελικά, την κόρη των ματιών μου,
Για να γυρέψω ένα φιλί αγάπης, τίποτα δεν αντίκρισα
Παρά κολλώδη μάγουλα, στο πύο βουτηγμένα!
Στον φοβερό τον τρόμο μου, έκλεισα τα δυο μάτια
Κι όταν ξανά τα άνοιξα, από ζωή γεμάτα,
Στο πλάι μου, ανάσα μου, στης ομορφιάς τη θέση,
Που φάνηκε ν΄ απορροφά του αίματος σταλαγματιά και της ζωής τη ζέστη,
Βρήκα συντρίμμια από σκελετό με τρίξιμο αγέρα
Όπως τ’ ανεμοδείχτη η κραυγή λυσσομανά τη μέρα
Ή η κραυγή ράβδου από σίδερο χαμένης πινακίδας
Που ισορροπεί στον άνεμο άγριας χειμωνιάτικης, νυχτερινής καταιγίδας.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Μόνος


Μια πλατεία άδεια,
σκοτεινή, βρώμικη,
απέναντι κάποια φώτα,
ενα μαγαζί άδειο,
οι ψυχές σήμερα δεν εμφανίστηκαν,
σιδερένιες καρέκλες,
'αψυχες, άχρωμες, βουβές,
σιδερένιο τραπέζι,
δυο τρία χαρτάκια επάνω
και ο καπνός που μόλις άφησες,
λάμπες από νέον
αλλάζουν την πραγματικότητα
και από κάτω σου. στο μισό μέτρο,
η λάμπα της μπύρας που φτιαχνει το δικό της μύθο,
χανόμαστε,
φτηνά ξενοδοχεία, έρημες πόρτες,
τζαζ που σιγοπαίζει υμνώντας τον πόνο,
δυο ποτήρια κρασί
και λόγια, λόγια όταν η σιωπή λέει περισσότερα,
η άβυσσος είναι εδώ,
χαμογελά με τρόπο πικρόχολο,
κι απέναντι,
απέναντι ένα ζευγάρι μάτια,
χάνεσαι μέσα τους
όπως και στη ζωή σου.
Τόσο κοντά, μα τόσο μακρυά,
η ψύχρα σε κάνει να σκεφτείς
τους συντρόφους σου,
καπνος και οινόπνευμα,
κι απέναντι δυό μάτια,
δυό μάτια...............

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Εμεις που ζούμε μακριά.


Κι εμεις που ζούμε μακρυά, στους άλλους τους πλανήτες,
εμείς που κάθε πρωϊνό γυρίζουμε αλήτες,
σε ένα σύμπαν που ξερνά φωτιά κι αποκαϊδια,
εμείς που από τη φύση μας αρνούμαστε τα ίδια,



εμείς που σας θυμίζουμε αυτό που αναζητάτε,
στον κόσμο που τσακίσατε, στον κόσμο που πατάτε,
εμείς που δίνουμε ζωή στα τόσα ονειρά σας,
τη σκόνη από τ' άστρα σας, φέρνουμε στην ποδιά σας,


εμείς που τριγυρίζουμε αερικά τα βράδια,
που τη ζωή της μοναξιάς βρίσκουμε στα σκοτάδια,
εμείς που αυγατίσαμε το δάκρυ που σας τρέχει,
που δεν σταθήκαμε ποτέ, με μια ψυχή π' αντέχει,


εμείς σας σαβανώνουμε, ψέλνουμε στα στερνά σας,
φωνάζουμε απ' τα μακρυνά πελάγη στην καρδιά σας,
πως οτι φτιάξατε χωρίς να νοιώσετε τον πόνο,
μαζί σας θα το πάρετε εκεί στον κάτω κόσμο,


πως ότι και να κάνετε, όσο κι αν προσπαθείτε,
ποτέ δεν θα μας νοιώσετε, ποτέ δεν θα βρεθείτε,
εκεί στο άλυκο το φως, στο φως του αποσπερίτη,
στην άνοιξη του σύμπαντος, στο μακρινό μας σπίτι,


ποτέ δεν θα ακούσετε τα σήμαντρα του πλάστη
γιατι σε τούτη τη ζωή γυρίσατε την πλάτη!

Οι Ψυχές των άλλων.


Στα θροΐσματα της νύχτας, στο σφύριγμα του ανέμου, στη δροσιά που νοτίζει τ’ αγριολούλουδα, στο φως της σελήνης, στα σοκάκια με τα φώτα που λαμπυρίζουν με πολύχρωμες ανταύγειες, στα πλακόστρωτα δρομάκια, στις στέγες των σπιτιών, στα χωριάτικα κατώγια, στις λίμνες που ησυχάζουν το βράδυ, στις κορφές των βουνών, στα υπόγεια που μυρίζουν μούχλα, στις πλατείες με τα χιλιάδες πρόσωπα, στο ποτήρι που ξεχειλίζει το νέκταρ της λήθης και της μοναξιάς, στον κόσμο που περιπλανιέται αδιάκοπα μέσα σ’ ένα κατασκότεινο σύμπαν, σε όλα αυτά τα μέρη οι ψυχές στήνουν χορούς, απαγγέλουν ποιήματα, κάνουν πειράγματα η μια στην άλλη, σκαρώνουν φάρσες στους θνητούς και προσπαθούν να θυμηθούν περασμένες ζωές.
Περιμένουν τη σειρά τους, να μετουσιωθούν σε σώμα, να περάσουν από της Λήθης το ποτάμι, να ζήσουν μια νέα περιπέτεια στο σώμα κάποιου θνητού που μόλις γεννιέται και να ξανασυναντήσουν τις άλλες όταν θα εγκαταλείψουν τη φθαρτή ηδονή. Πολλές από αυτές έκαναν αμέτρητα ταξίδια, ξέχασαν πια τις προηγούμενες φορές που βρίσκονταν σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο που μοσχοβολούσε θυμάρι, νυχτολούλουδα και ρόδα. Κάθε φορά αρπάζουν την ευκαιρία να ζήσουν ένα διαφορετικό παιχνίδι. Το παιχνίδι της πίκρας ή της ξεγνοιασιάς. Δεν τις ενδιαφέρει, είναι συνηθισμένες να αλλάζουν ρόλους, τους προκαλεί απίστευτη πρόκληση να βιώσουν το Άλλο, το Διαφορετικό. Αισθάνονται παιχνίδια στα χέρια μιας δύναμης που κινεί τα πάντα, αρέσκονται να γνωρίσουν αυτό που – εκεί κάτω στη γη – λένε Ζωή.
Πάνε κι’ έρχονται, ακούν το κλάμα του μωρού, το θρήνο της απώλειας, τη δυστυχία της απόρριψης, το δράμα της φτώχιας, την αλαζονεία του πλούτου. Ακούν τη Ζωή και απορούν, απορούν με τα συναισθήματα των ανθρώπινων πλασμάτων. Δεν τα δημιουργούν αυτές, δεν έχουν την παραμικρή συμμετοχή, είναι μια δύναμη που τις ξεπερνά. Αφουγκράζονται τους παλμούς του πιο ζωτικού οργάνου και απορούν, τρελαίνονται από τον θόρυβο που κάνει στις στιγμές που λειτουργεί ανεξέλεγκτα, στις στιγμές που δεν χειραγωγείται από αυτές. Καμπάνες κτυπούν το μεταλλικό τους ήχο και μυρώνουν υπάρξεις που αγωνιούν, παλεύουν, σέρνονται ή ξεσηκώνονται, φτύνουν δυστυχία και θλίψη, ευτυχία και μεταλαμπάδευση του πόθου. Είναι εκεί στο υπέρτατο μυστήριο αλλά δεν το χαλιναγωγούν, ξεφεύγει από τις δυνάμεις τους. Ένας άλλος θεός προσβάλλει τα τείχη που έστησαν με την μετακόμιση στις θλιμμένες υπάρξεις. Έχει δύναμη, πολιορκητικές μηχανές, περίπλοκα όπλα και πολλά, μα πάρα πολλά βέλη. Είναι αυτός που θα τις κάνει να μεθύσουν από την κατάκτηση, είναι αυτός που θα τις κάνει να συναντηθούν μέσα στο άπειρο (μερικές φορές ξανά και ξανά). Είναι ο υπέρτατος και πανίσχυρος δαμαστής τους, είναι αυτός που μπορεί να τις εγκλωβίσει σ’ ένα κόσμο όπου το αόρατο γίνεται ορατό, το ανέφικτο εφικτό, η απελπισία ελπίδα, η θλίψη ευτυχία, η μοναξιά συντροφικότητα. Είναι αυτός που δημιούργησε τα πάντα, αυτός που τις ξαναζωντανεύει με το φιλί του. Είναι ο Έρωτας, ο θεός που τις κάνει να ξαναθυμηθούν τη μοναδική και ιδιαίτερη ύπαρξή τους, είναι αυτός που μεσολαβεί για να γνωρίσεις το άγνωστο, για να ξανασυναντήσεις αυτό που σου έλειπε, να ξαναπαίξεις στο λαμπύρισμα των πυγολαμπίδων. Είναι ο θεός που σε καθοδηγεί να γνωρίσεις, να δεις και να σμίξεις, σ’ ένα καμένο τόπο, με τις ψυχές των άλλων.

φοβαμαι


φοβαμαι την ωρα που τα κρίνα θα πνιγούν στην άμμο,
φοβάμαι την κραυγή του ρόδου την ωρα που μαδάει,
φοβάμαι τη στιγμη που το γιασεμί μαραίνεται και σκορπίζει,
φοβάμαι τη νύχτα που το νυχτολούλουδο θα σταματήσει να μοσχοβολά...



Φοβάμαι την ψυχρα της νύχτας που σαρωνει τ' ασύμετρα μέτωπα,
φοβάμαι τον εγκλεισμό στον χώρο του πλήθους,
φοβάμαι την αναβολή της άνοιξης, την ανατολή του πέρατος,
φοβάμαι τη γλώσσα που σκορπά άηχους στοχασμούς,


φοβαμαι τη λύτρωση που θάρθει απρόσμενα για άλλους,
τον ήχο των κυμμάτων που σβήνει στου όνειρου τη φλόγα,
φοβαμαι το πάλκο σε μια έρημη αίθουσα,
φοβάμαι τον ύμνο στο άγνωστο, το αιώνιο, το διαρκές.


Φοβάμαι τη στιγμή που θα βρεθώ μόνος,
φοβάμαι την ώρα της αποστροφής, το κενό βλέμμα,
τον χτύπο του ρολογιού που σημαίνει το τέλος, την αρχή,
φοβάμαι την ερημιά στην ψυχή την ώρα που θα φεύγεις,
το λυκόφως της άδειας μου ζωής,
φοβάμαι τη στιγμή που θα σημάνει το τέλος, την επιστροφή στο άγνωστο.


Φοβάμαι τον άνθρωπο που κρύβω μέσα μου,
φοβάμαι αυτό που δεν ζω, αυτό που χάνεται μέσα από τα χέρια μου,
φοβάμαι, φοβαμαι....το σκοτάδι του φωτός,
φοβάμαι το κενοτάφιο της Ύπαρξης....

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο…





Περνάνε οι μέρες, περνάνε τα χρόνια και βρίσκεσαι απ’ έξω. Κοιτάζεις τον κόσμο ν’  αλλάζει και αγνοείς ότι αλλάζεις κι εσύ. Κι έρχεται η στιγμή που ξέρεις ότι κάτι άλλαξε μέσα σου, κάτι διαφορετικό σου έχει προσθέσει μιαν άλλη μυρωδιά, έναν άλλο τρόπο να βαδίζεις, να κρατάς το τσιγάρο, να ζεις μέσα στο ανθρώπινο κοπάδι. Αυτή είναι η στιγμή που αναζητάς τον χαμένο χρόνο, μια στιγμή που το ρολόι σταματάει γιατί δεν υπάρχει πια χρόνος, δεν μπορείς να πας πίσω αλλά δεν μπορείς και να δεις μπροστά. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει η πάλη, αδυσώπητη, βίαιη, καταιγιστική. Προσπαθείς να ξαναβρείς τον χρόνο που έχασες αλλά δεν ξέρεις πως, δεν ξέρεις που…
Η πρώτη εντύπωση είναι τα μάτια που βλέπεις μπροστά σου. Δεκάδες ζευγάρια γεμάτα με απορία. Σε πολλά έχει φωλιάσει ο φόβος, σε λίγα η αδιαφορία, σε άλλα η περιέργεια, σε όλα, όμως, το βλέμμα του παιδιού, το βλέμμα του αδύναμου, αυτού που θα πρέπει για οκτώ μήνες να βρίσκεται εκεί, να σε κοιτάζει, να παρακολουθεί τι λες, να είναι σε ετοιμότητα να δεχτεί τον σαρκασμό και τη χλεύη από το στόμα σου. Μάτια που είδαν ήδη πολλά, μάτια που αδυνατούν να ερμηνεύσουν τις ανθρώπινες συγκρούσεις, αδυνατούν να ερμηνεύσουν το παράλογο. Μάτια που αισθάνονται γεμάτα ενοχές γι  αυτά που συνέβησαν μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, στον ευρύτερο κύκλο, μάτια κενά χαμένα στην απεραντοσύνη της απορίας.
Κοινωνικές συγκρούσεις, οικογένεια, θεσμοί, ιστορικές μυθοπλασίες, άγνωστες πτυχές της γνωστής ιστορίας, παραλειπόμενα και πληροφορίες, πολλές πληροφορίες, ένας χρόνος πληροφορίες. Έξω βρέχει, η αυλή γέμισε λάκκους με νερό, σε κάτι τέτοιους λιμνάζουμε όλοι μας αλλά αυτός συνεχίζει να μιλάει. Πρέπει να μιλάει γιατί αλλιώς θα γνωρίσει το αμείλικτο μέλλον του, δεν θα έχει χαμένο χρόνο γιατί θα χαθεί ο ίδιος, θα εξαφανιστεί εξαερωμένος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η βροχή συνεχίζεται, τα μισά μάτια κατέβασαν τα βλέφαρα τους, τράβηξαν τις κουρτίνες στα λόγια, αδιαφορούν για τις πληροφορίες, γνωρίζουν και παίζουν με τον χαμένο χρόνο.
Πρέπει να έχεις πάντα ένα χαμόγελο, όρεξη για λόγια, όρεξη για πληροφορίες. Η ζωή τους εξαρτάται από αυτές. Σκορπίζεις πληροφορίες και θερίζεις άγνοια. Πρέπει να είσαι κοντά τους, να αφεθείς στον χαμένο χρόνο τους, να προσπαθήσεις να τον ξανακερδίσεις. Έχεις μπροστά σου ένα θεόρατο τοίχο και λες ότι δεν μπορείς να τον ξεπεράσεις ποτέ και τότε είναι αυτά τα παιδιά που σου ανοίγουν διόδους, σε βοηθούν να ξεπεράσεις τα εμπόδια, να ζήσεις μαζί τους αυτό που χάνουν, αυτό που δεν θα βρουν. Ψυχές στην άβυσσο, αγνές, αθώες, άβγαλτες – όσο κι αν θέλουν να παραστήσουν κάτι άλλο – είσαι στον θάλαμο και έχεις αμφιβολίες, αναστολές, απορίες, ερωτήματα, μόλις βγεις τα μάτια σε κοιτούν διαφορετικά, άλλα μάτια σε άλλη διάσταση. Πάντως έξω συνεχίζει και βρέχει…
Ώρες ατελείωτες, δύσκολες, εφιαλτικές μερικές φορές ειδικά όταν ο δικός σου χαμένος χρόνος θα συγκρουστεί με τον δικό τους. Ανθρώπινα κλουβιά μεγαλώνουν ανθρώπους χωρίς πρόσωπα, χωρίς χρόνο, τον έχουν ήδη χάσει επειδή έτσι είναι η παράδοση, έτσι είναι κι ο χρόνος που χάθηκε από τους προηγούμενους και από αυτούς που ήταν πριν από αυτούς και πάει λέγοντας. Η βροχή έξω σταμάτησε, αλλάζουν οι εποχές, εμείς δεν αλλάζουμε, έτσι χάνουμε τον λίγο και πολύτιμο χρόνο μας. Τα μάτια συνεχίζουν να έχουν την ίδια απορία, αναρωτιούνται αν είμαι ζώο ή άνθρωπος, θύμα ή θύτης, αυθεντικός ή ψεύτικος… και κάποια στιγμή, μέσα στο χρόνο που χάνεται, σταματάνε όλα. Υπάρχει ένα κομμάτι του χρόνου που μπαίνει μέσα σε αγκύλες, αργότερα αναρωτιέσαι αν υπάρχει ή όχι, αν συνέβη ή ήταν φανταστικό. Ξέρεις, ποτέ δεν θα πάρεις απάντηση επειδή οι αγκύλες είναι κι αυτές μέρος του χαμένου χρόνου και είσαι κι εσύ δημιουργός τους. Είναι οι στιγμές που εκφράζονται τα πιο σπάνια συναισθήματα αλλά και τα πιο αυθεντικά. Είναι ακριβώς η στιγμή που τρέχει ο χρόνος και δεν χάνεται, είναι η ζωή στο μεγαλείο της, είναι τα μάτια που σε κοιτάζουν και σε βλέπουν επειδή είσαι εκεί και είναι κι αυτά. Είναι ο χρόνος που κερδίζεται.
Σύγκρουση, οργή, θυμός, προκατάληψη, κάποιοι επιμένουν ότι αυτά τα μάτια είναι ψεύτικα, έχουν δόλο. Αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψεις ότι είναι τα λόγια του χρόνου που χάθηκε, τα λόγια μιας χαμένης ζωής. Σύγκρουση με τα μάτια, μετά στοχάζεσαι, αισθάνεσαι τύψεις, βιώνεις την αδικία, αναγνωρίζεις ότι μπλέχτηκες στα γρανάζια του χρόνου που χάνεται. Παντού υπάρχει αθωότητα κι εσύ βλέπεις το μίσος, παντού υπάρχει το μίσος για τον χαμένο χρόνο, για τις πληροφορίες, για τον εγκλεισμό. Έπρεπε να το είχες καταλάβει, πιάστηκες στα δίχτυα του, στα δίχτυα του χρόνου που δεν κυλάει…χάνεται.
Υπάρχει, όμως, και η αγάπη, αυτή που δεν εξωτερικεύεται επειδή ο εγκλεισμός την απαγορεύει. Αγάπη από τα μάτια που σε κοιτάζουν κατάματα και δεν το κατάλαβες, το προσπέρασες και όταν φτάσει η ώρα θα είναι αργά επειδή άφησες αυτό το συναίσθημα να πνιγεί στον χαμένο χρόνο. Μάτια που λάμπουν, μάτια που σε παρακολουθούν, σε ενσωματώνουν στο δικό τους περιβάλλον, στον χώρο της αληθινής ζωής, του χρόνου που κερδίζεται. Τα περισσότερα είναι θλιμμένα, κουβαλάνε το σταυρό τους, περιμένουν να τους δείξεις πώς να κερδίσουν τον χρόνο τους, πως θα χειραγωγήσουν τους δείκτες του ρολογιού. Εδώ αισθάνεσαι ηττημένος, τα προσπέρασες επειδή έπρεπε να χάσεις το χρόνο σου, επειδή δεν κατάλαβες το δάκρυ που κρυβόταν σ’  αυτά τα μάτια. Ψυχές αμόλυντες, γνήσιες, καθαρές, γενναίες, παραμερίζουν την αδιαφορία σου επειδή ξέρουν ότι κι εσύ είσαι έγκλειστος, κι εσύ δουλεύεις για τον χαμένο χρόνο. Όταν θα αποκαλυφτούν θα είναι συγκλονιστικά, θα παλεύεις συνεχώς μέσα σου με αυτά τα μάτια, θα τα κουβαλάς μαζί σου, θα είναι αυτό που κέρδισες από τον χρόνο που χάνεται. Θα είναι ο ξανακερδισμένος χρόνος σου, η συντριβή της απάθειας, της πληροφορίας, της νόρμας, της εγκιβωτισμένης ζωής. Θα είναι το συγγνώμη απέναντι στην αθωότητα, απέναντι στην καθημερινή μιζέρια. Θα είναι ο τελικός θρίαμβος απέναντι στον χρόνο που χάσαμε, θα είσαι εσύ κι εγώ μαζί στον αγώνα για να ξανακερδίσουμε τη ζωή μας….

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Το φιλί που δεν θα έρθει ποτέ.


Τα πεύκα έπαιζαν με τις βελόνες τους
στο φως του μισοφέγγαρου,
οι λεύκες κούναγαν τα φύλλα τους
λίγο πριν τα θυσιάσουν στο χειμώνα,
γρασίδι είχε φυτρώσει σε μερικές κόγχες
των πανάρχαιων μαρμάρων
που κείτονταν πεσμένα, νεκρά από καιρό,
αντικείμενο θαυμασμού των ζώντων
προς τον θάνατο.
Οι φιλύρες σιγοτραγούδαγαν τον ύμνο του πάνα
οταν πήγαινε να τρυγήσει καρπούς και πνεύματα,
τα σκαλοπάτια ανέβαιναν ανάμεσα σε σπίτια
μιας άλλης εποχής,
και ανέβαιναν και ανέβαιναν...
πέτρινοι πάγκοι,παγωμένες ψυχές,
περίμεναν τη ζέστη μιας καρδιάς που φλέγεται,
σήμερα, όμως, θα περίμεναν για πολύ....
Κάθισες και στοχάστηκες το άπειρο,
τη θέαση του αθέατου, τη συντροφιά της λήθης,
αναρωτήθηκες για την Ύπαρξη και για τα ελαττώματά της,
σκέφτηκες πως έχασες τον δρόμο της ζωής.
Στοχάστηκες τον έρωτα κοιτάζοντας τα φώτα της πόλης,
είδες χιλιάδες απρόσωπα πρόσωπα,
ένοιωσες την οδύνη μιας μοναξιάς που σε πλημμύριζε,
που ερχόταν κατά κύμματα, ριπές του ασυνείδητου.
Ήσουν εκεί μόνος παρά την παρουσία δίπλα σου,
ήταν η ώρα που τολμούσες το άλμα στο άγνωστο,
μόνος, απόκληρος από ένα κόσμο που σου είναι άγνωστος,
αισθάνθηκες την παγωνιά της νύχτας, την παγωνιά στην ψυχή της,
περίμενες τη ζεστασιά της ψυχής, τον ύμνο του έρωτα,
περίμενες το φιλί που δεν ήρθε.....
είσαι εκεί και θα μείνεις εκεί,
ο καθένας παίρνει από τη ζωή αυτό που του αξίζει,
εσύ θα περιμένεις εκεί την κατανόηση, την ζέστη μιας καρδιάς
που πάλεται σε μοναδικούς ρυθμούς,
θα μείνεις εκεί και θα περιμένεις το φιλί που δεν θα έρθει ποτέ...