Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρηδες.



τ' όνειρο ξετυλίχτηκε απ' το κόκκινο κουβάρι,
σκόρπισε κάτω,
σάρωσε τη γη τη ματωμένη,
πλεχτό σκέπασε σιωπηλά τ' ανθρώπινο κουφάρι
το στόλισε, το μύρωσε,
καλύπτοντας πληγή χαρακωμένη,

το νήμα αγκάλιασε γοργά τον ήχο των σπασμών,

γύρισε κοίταξε λοξά
τα γράμματα στους τοίχους,
έκανε με την πλέξη του εικόνες εραστών
και χαμογέλασε αχνά
στους άγραφους τους στίχους,

η άκρη του λαμπάδιασε στο κόκκινο χαμένη,
σκορπίζοντας τη σπίθα της
στα μάτια των παιδιών,
γονάτισε και στίβαξε στη φλόγα της λουσμένη
βαρέλια με μπαρούτι
στα χέρια αγωνιστών,

χρώμα και χώμα έγιναν στο θάνατο ασπίδα,
μάτια θολά, ανάστατα,
είδαν το φονικό
χρόνια πολλά καρτέραγε μ' αμείωτη ελπίδα
κάστρα ψηλά και άπαρτα
να θάψουν το θεριό,

κι όλο προσμένει, απ' τ' άπειρο, κάποτε να φανεί
η άλλη η άκρη του κοντά
στο τέλος ν' αχνοφέγγει,
των μαρτύρων η παρέλαση να μην ξαναγενεί,
μα η γιορτή της λύτρωσης
τ' όνειρο ν' ανασταίνει
γιατί η πλέξη έδεσε, απίστευτα γερή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου