Σάπισαν χάλκινα καρφιά στα πέταλα χωμένα,
το μύρο απ’ το λάδι του σταμάτησε στη γη,
λίμνη δακρύων πάγωσε στην άτολμη αυγή
και τα πουλιά τραγούδησαν, για λίγο, αγχωμένα,
ήταν το μαύρο σύννεφο που κοίταζε λοξά,
τη νύχτα που ξεφόρτωνε
του πέπλου τη σιωπή,
τον όλεθρο που φάνταζε ολόρθος να σταθεί
για να αρπάξει τις ψυχές πριν φύγει βιαστικά.
Το άμοιρο κοτσάνι του σφικτά αγκαλιαζόταν
με την καρδιά του κόκκινου που βάσταγε ακόμα,
φιλί επρόσμενε, θαρρείς, κι απ’ το δικό σου στόμα
για να ξανάβρει στο σταυρό όσα ονειρευόταν,
δεν ήξερε γιατί ψηλά στο ξύλο το καρφώσαν,
δεν γνώριζε την άδικη μοίρα του μαρασμού
κι απάνω στην ακμάδα του, φέγγος του πειρασμού,
τον πόνο αναπάντεχα γνώρισε σαν το ‘κόψαν.
Στης ιστορίας τις λευκές σελίδες που αγνοείς
τα σταυρωμένα ρόδα μας ποτίσανε τις άκρες
γιατί σαν κάνεις τη στροφή τις άλλες για να δεις
αίμα, οργή, κακό πολύ, θα βρεις μέσα στις λάσπες.
Η ευτυχία σβήνεται καθημερινά στη γη
γιατί βαλθήκαν μερικοί τα ρόδα να σταυρώσουν,
η φάτνη της αγάπης μας φαντάζει μακρινή
και ανελέητα αρπάν’ τα ρόδα πριν μυρώσουν,
χιλιάδες στήνονται σταυροί, μαύρη καταπακτή,
στα ρόδα να θυμίζουνε τον θάνατο των σκλάβων,
όλων εκείνων που τολμούν να νοιώσουν στη ζωή
τη μυρωδιά που πλάνεψε
τον κόσμο των πλασμάτων.
[«το ρόδο που σταυρώνεται προτιμά ν’ αποκτήσει επίγνωση της αναγκαιότητας
και της φιλοσοφίας» / Γ. Φ. Χέγκελ, Η Φιλοσοφία
του Δικαίου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου