Σηκώσαμε πύργους ψηλούς,
να φτάσουν τους θεούς
μας,
πιστέψαμε πως είμαστε
μ' αυτούς
στυγνοί συνομιλητές.
Πιστέψαμε πως βρήκαμε
το μυστικό του χρόνου,
τη διαρκή νεότητα με
κάλπικα στολίδια,
πλανήθηκε η γνώση μας
στου σύμπαντος τα
πέρατα,
νομίσαμε πως γίναμε
του χάους
κατακτητές.
Φτιάξαμε επαύλεις και
ναούς,
λατρεία του προσωρινού,
χλιδή της ματαιότητας,
κέντρα αγοράς και
πώλησης μιας τιποτένιας μοίρας,
στάδια, δρόμους, μηχανές,
αερόπλοια και πλοία,
για να πουλάμε γρήγορα
ανθρώπινες ψυχές.
Λατρέψαμε την απόλαυση
μιας πρόσκαιρης στιγμής,
τον ήχο των αμέτρητων,
κίβδηλων, αργυρίων,
λατρέψαμε την επωδό
ζωής φανταχτερής
και κλάψαμε φιλήδονα
πάρα πολλές στιγμές.
Στα μαυσωλεία νομίσαμε
πως βρήκαμε
τρόπους να ξεγελάσουμε
το γέλιο του θανάτου
και στο μυαλό σκαρώσαμε
λυτρώσεις μαγικές,
μεταφυσικές οντότητες
πλαγιάζουν στα όνειρά μας
για να μας πείσουν πως
ξανά θα ζήσουμε
την ίδια τη ζωή.
Στοχάστηκε η ανθρώπινη
φυλή, βαθειά,
τα μυστικά της,
κι ήρθε και αποκάλυψε
της λήθης τους λωτούς,
ξέχασε την προέλευση,
τη φυσική της μοίρα
και 'κτισε μπρος στη
θάλασσα,
με άμμο, κιβωτούς.
Όλα αυτά θαμπώσανε το
ανθρώπινο το γένος,
φαρμάκι στάξαν μέσα
του και μίσος στην καρδιά
για ένα κόσμο που βογγά,
που χτύπησαν με μένος,
για να πιστέψουν πως
μπορούν να ζουν μοναχικά.
Αυτ' όμως, που θαμπώνει
εμέ
και τρώει την ψυχή μου,
είν' αυτού του γέροντα
η θλιβερή ζωή,
να ζητιανεύει για ψωμί,
να κόβει απ' τη ζωή μου
όσα δεν μπόρεσα ποτέ
να ζήσουμε μαζί.
Είναι του άστεγου η
σκεπή,
εκεί κάτω απ' τα σκουπίδια,
του μετανάστη η θολή,
αργόσυρτη σιωπή,
του άνθρωπου που αγωνίστηκε
ενάντια στα στολίδια,
του νέου το αιμόφυρτο
πρόσωπο
που δηλώνει
πως όλα σας τα μυστικά
είναι πάντα τα ίδια,
αυτά που αυτός, αγέρωχος,
πάντα θα πολεμά,
ξέροντας πως τ' όνειρο
ελπίζει και ματώνει,
μα πως ποτέ, όσο κι αν
θες,
ο τρόμος
δεν σκοτώνει.