Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ










Για σένα που κρύβεσαι διαρκώς στο σκοτάδι,
αποφεύγεις το φως σα να'σαι λεπρός,
πάντα θα φεγγοβολλά, στον ουρανό, ένα αστέρι
που λατρεύουνε κρυφά οι απελπισμένοι:
με τ όνομα "διεθνισμός",


για σένα που ζεις κλειδωμένος
στους έρημους τοίχους κλειστός,
μακρυά απ' τους άλλους, τρελλός, φοβισμένος
δεν έχεις ελπίδα ποτέ μοναχός,

για σένα που βλέπεις το τέρας
στην όψη αυτού που είναι σκυφτός,
σ΄αυτόν που του δόθηκε άλλο χρώμα
που είναι ντυμένος αλλιώς,

σε σένα που χρόνια ενσταλλάξαν
σταγόνα-σταγόνα οργή,
σε σένα που νομίζεις πως είσαι
στη γη η πανώρια φυλή,

στο άχρωμο σύμπαν που έχεις κρυφτεί
στον άχαρο βίο που λες συ ζωή,
στο έσχατο όπλο που σου'ναι η φυγή
προσθέτεις δυο σφαίρες μη σε'βρει η αυγή,

συμπόνια, αγωνία, αλληλεγγύη,
λέξεις που ποτέ δεν σου'ναι γνωστές,
βαθειά μέσ' την πατριαρχία κοιμάσαι
και μοιράζεις ταμπέλες: "παντού σεξιστές",

βαθειά στον θανάσιμο ρόγχο
τρέμεις, φοβάσαι γιατί 'σαι λακές
αυτών που καμώνονται δήθεν
πως δεν θαρθούν ποτέ φυλακές,

δεν έχεις κουράγιο, δεν έχεις ελπίδα
μιλάς για δικαιώματα και βγάζεις κραυγές,
ποτέ δεν θ' αδράξεις εκείνη τη μέρα
να δεις πως τριγύρω υποφέρουν ζωές,

για σένα που ζεις σε τάφο φτιαγμένο
να έχει χούγια κι ανέσεις πολλές
ποτέ απ' την άβυσσο δεν βγάζεις κεφάλι
να μη συναντήσεις παντού συμφορές,

σε σένα μιλάω, σε σένα το λέω:
ποτέ δεν μας έλειψες, ποτέ δεν υπήρξες,
ποτέ δεν ανάσανες, ποτέ σου δε βρήκες
λαγούμια, οδούς, κρυφές διαδρομές,
(το λέω και κλαίω)
που βγάζουν διαρκώς, απο 'κει, λυτρωτές.

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

ΜΑΝΑ









Μάνα όταν με γέννησες
δεν φοβόσουν κραυγές,
πραιτωριανούς κι επιδημίες,
λαιστρυγόνες και θαύματα,
μάνα όταν με γέννησες
ο τρόμος της καταστολής,
ο φόβος του νικητή
και η ανάσα των στημένων
στις μάντρες που συνομιλούσαν
με τον θάνατο,
ήταν η απουσία της επισκληρίδιου,
η οιμωγή των χαμένων παιδιών,
η λαχτάρα των ονειροβατών
και το πάθος της χαμένης ουτοπίας,


μάνα όταν με γέννησες
μου έδωσες παρέα,
άσχημα όνειρα
και ανθρώπινη βία,


μάνα με βύζαξες μέλι και γάλα
σ' ένα κόσμο που το χρώμα
σ' έκανε κουφάρι κρεμασμένο
σε τεράστια δέντρα,
σε λερές φυλακές
και σε ανήλιαγους προμαχώνες,


δεν συλλάβισες νανούρισμα,
δεν ήταν αυτά δάκρυα χαράς,
ήταν λέπια υποθαλάσσιων τεράτων,
άγχους, κατάθλιψης και τρικυμίας,
μάνα όταν με γέννησες
ο κόσμος φλεγόταν
(όπως και τώρα),
λαμπάδες ορφανά, άστεγοι, φτωχοί,
πλάνητες, σκλάβοι και υπηρέτες,
ο χτύπος της καρδιάς σου
ήταν εμβατήριο ανασυγκρότησης,
αναδόμησης και αδιέξοδου,
μάνα στον κόρφο σου
έμαθα να κλαίω, να πονώ,
να γελώ και να αναστενάζω,


μάνα με συντρόφεψες
στο ταξίδι της ζωής,
δεν μου 'ταξες παραμυθένια
ζωή, ολάνθιστους κήπους,
άστρα φεγγοβολόντα
και αταξίδευτες θάλασσες,


ένοιωσα την αρμύρα στο γάλα σου,
τον φόβο στο στήθος σου,
την αγωνία στην καρδιά σου,
τη λατρεία στο μυαλό σου,
με γέννησες στην κόγχη λόγχης,
στη ρόδα δρεπανηφόρου άρματος,
στο χείλος της κόλασης,
στο βαθύ άοσμο και άχρωμο χάος,
μάνα όταν με κράτησες στα χέρια σου
μου τραγούδησες:
"γιέ μου, στολίδι της ψυχής μου,
δεν σου υπόσχομαι παράδεισους,
δρόμους βατούς, φως της ζωής μου,
πόνο και πίκρα κι άγονους παράδρομους,
φωτιά κι ατσάλι, βόμβες και σφαίρες,
του τέρατος άρπυιες, πόρνες κι εταίρες,
φωτιά και θάμπος, σκοτάδι παντού,
σ' αυτόν τον κόσμο το κλάμα φτωχού
παρέα θα έχεις στις γης τ' ανηφόρια
μαζί σου θα είναι χιλιάδες αγόρια,
μα μην τρομάξεις, μη φοβηθείς
μαζί σου για πάντα,
την αγάπη της μάνας θα έχεις,
θα βρεις!

και σαν ξημερώσει η μέρα εκείνη
που σ’ άλλη αγκαλιά
θα βρεις τη σαγήνη,
τον πλούτο του πάθους,
μια νέα σελήνη,
να θυμάσαι πως πάντα,
για σκέπη στον κόσμο ετούτον,
η αγάπη της μάνας
- αμάραντο άνθος -
για πάντα θα μείνει"