Σε μια άηχη πόλη τώρα οι ήχοι χορεύουν,
ο πλανήτης σιωπά, τίποτα πια δεν θυμάται,
σ' ένα άηχο μέλλον, οι πληγές θριαμβεύουν
και ο πόνος της μάνας που ποτέ δεν κοιμάται,
μόνοι, άστεγοι όλοι, στους θεούς ικεσίες
να γυρίσουμε πίσω, στη βολή και στη θλίψη,
εμαντρώσαμε πλήθη, πλουμιστές εκκλησίες,
σφυρήλατους θρόνους, αγκαλιές με την πλήξη,
σε μια άηχη πόλη, ο βοριάς τραγουδάει,
τον υμνούνε οι φρύνοι, τα πετούμενα όλα,
σα λαγούτο, μοναχό του, που τις νότες σκορπάει,
ψιθυρίζουν με χάρη, λεν' στη φύση "ροβόλα,
πια κανείς δε χτυπάει..."
σε μια άηχη πόλη, δεν ακούς, δε μυρίζεις,
είσαι μόνος και πλέον, μοναχός σου θα ζήσεις,
στον αγέρα ακούς κάτι τι που σφυρίζει
το δρεπάνι του χάρου που ποτέ δε χαρίζει,
ήρθες κι είπες πως ήσουν το υπέρτατο θαύμα,
εκαυχήθηκες σ όλους τρυφηλοτατο βίο,
ήρθες, νόμιζες, πίστεψες πως το πηγαίο το νάμα
διαρκώς θα το πίνεις σε φαιόχρωμο αγγείο,
σε μια άηχη πόλη, τρικυμίες αντλούνε
τη χαρά και τον πόνο που οι ίδιες σκορπούνε
σε σφαγές, σε συντρίμμια, σε στρατόπεδα μίσους
που τ ανθρώπινο αίμα είναι νέκταρ για λίγους,
μεσ' την πόλη που βουβαίνει, που σε κάνει μετανάστη,
ξαναζείς, πια στ' αλήθεια, τον φριχτο σου εφιάλτη,
δεν ορίζεις κανέναν, δεν μπορείς ν αγοράσεις
δεν μπορείς να πουλήσεις, σου σηκώσανε φράχτη,
στου κρανίου τον τόπο, δεν ακους θρηνωδίες,
δεν ηχούνε παράτες, δεν ουρλιάζουν ερινύες,
δε μυρίζεις, δε βλέπεις δεν ακούς.... ο τροχός:
ήσουν, είσαι και θα' σαι στη ζωή μοναχός...
και στις άηχες πόλεις με σημαίες, παρελάσεις
θα προβάλλει ο ήχος για να μην τον ξεχάσεις....
να γυρίσουμε πίσω, στη βολή και στη θλίψη,
εμαντρώσαμε πλήθη, πλουμιστές εκκλησίες,
σφυρήλατους θρόνους, αγκαλιές με την πλήξη,
σε μια άηχη πόλη, ο βοριάς τραγουδάει,
τον υμνούνε οι φρύνοι, τα πετούμενα όλα,
σα λαγούτο, μοναχό του, που τις νότες σκορπάει,
ψιθυρίζουν με χάρη, λεν' στη φύση "ροβόλα,
πια κανείς δε χτυπάει..."
σε μια άηχη πόλη, δεν ακούς, δε μυρίζεις,
είσαι μόνος και πλέον, μοναχός σου θα ζήσεις,
στον αγέρα ακούς κάτι τι που σφυρίζει
το δρεπάνι του χάρου που ποτέ δε χαρίζει,
ήρθες κι είπες πως ήσουν το υπέρτατο θαύμα,
εκαυχήθηκες σ όλους τρυφηλοτατο βίο,
ήρθες, νόμιζες, πίστεψες πως το πηγαίο το νάμα
διαρκώς θα το πίνεις σε φαιόχρωμο αγγείο,
σε μια άηχη πόλη, τρικυμίες αντλούνε
τη χαρά και τον πόνο που οι ίδιες σκορπούνε
σε σφαγές, σε συντρίμμια, σε στρατόπεδα μίσους
που τ ανθρώπινο αίμα είναι νέκταρ για λίγους,
μεσ' την πόλη που βουβαίνει, που σε κάνει μετανάστη,
ξαναζείς, πια στ' αλήθεια, τον φριχτο σου εφιάλτη,
δεν ορίζεις κανέναν, δεν μπορείς ν αγοράσεις
δεν μπορείς να πουλήσεις, σου σηκώσανε φράχτη,
στου κρανίου τον τόπο, δεν ακους θρηνωδίες,
δεν ηχούνε παράτες, δεν ουρλιάζουν ερινύες,
δε μυρίζεις, δε βλέπεις δεν ακούς.... ο τροχός:
ήσουν, είσαι και θα' σαι στη ζωή μοναχός...
και στις άηχες πόλεις με σημαίες, παρελάσεις
θα προβάλλει ο ήχος για να μην τον ξεχάσεις....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου