Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Κραυγές και Ψίθυροι.









Σ’ ένα ψεύτικο κόσμο που διαλέγεις να ζεις
τις κραυγές του ανέμου αποφεύγεις να ακούς,
αποφεύγεις να νοιώσεις την αρμύρα της μέρας
προχωράς και θαυμάζεις το πολύμορφο τέρας,

κλείνεις πόρτες, σφαλίζεις του φωτός χαραμάδες
γιατί βγαίνεις και κλείνεις στις σκιές τις λαμπάδες
που σε κράταγαν όρθιο ν’  αντιπαλέψεις τον πόνο
που σκορπούσαν κραυγές που παγώνουν τον κόσμο.

Ξεκινάς κάθε μέρα με σκυμμένο κεφάλι
και γνωρίζεις πως κάνεις ό,τι κάνουν κι άλλοι,
κλείσαν μάτια, αυτιά, ακολούθησαν δρόμους
που παλιά καταριώνταν  γιατί κύρτωναν ώμους

με φορτία που κραύγαζες ότι ήτανε σάπια,
ότι σπρώχναν τον κόσμο στην υποταγής την απάθεια.
Τώρα έτσι σκυμμένος  κάνεις – τάχα – πως δεν ξέρεις
ποιος κραυγάζει, ποιος κλαίει, ποιος ελπίδα δεν έχει,

σκύβεις, σκύβεις, ζαρώνεις, δεν ακούς και δεν βλέπεις
τις κραυγές που συντρίβεις γιατί επέλεξες να έχεις
πορτοφόλι γεμάτο, μια ζωή βολεμένη
και αντί να κραυγάζεις  πολεμάς να χορταίνεις!

Ελησμόνησες όλες τις κραυγές π’  ακουστήκαν
απ’ το στόμα που είχες για κραυγές π’ ορκιστήκαν
πως τον ψίθυρο του κόσμου που ακούς σα ρυάκι
δεν θ αφήσεις να στερέψει του αγώνα το δάκρυ.


Ψιθυρίζεις και πας και με άλλους πληθαίνεις
την αγέλη ενός κόσμου που μ’  αγκάθια τον ραίνεις.
Ψιθυρίζεις και πας, προχωράς και μυρίζεις
ό,τι σάπιο πετιέται, ό,τι σάπιο χαρίζεις
σε αυτούς που κι εκείνοι ψιθυρίζουν  και ξέρουν
πως στον κόσμο ετούτο κάθε μέρα μικραίνουν,
κάθε μέρα πεθαίνουν.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Μελαγχολία







καλως ήρθες φεγγάρι σε μια ώρα σκληρή,
καλώς ήρθες φεγγάρι, καλως ήρθες κι εσύ,
καλώς ήρθες κι εσύ
συντροφιά μου τις νύχτες,
συντροφιά μου σκληρή,


στις απέραντες ώρες των παλιών μας καιρών
συντροφιά μας δεν ήσουν,
δεν υπήρχες εδώ...

άσπρα, έρημα κρίνα μεσ' την άμμο ορθά
αντιφέγγιζαν πάντα της καρδιάς τη φωτιά,
όλοι γύρω, παρέα,
σ' ονειρώδεις καιρούς που λατρέψαμε τότε
γιατί ήσουν αλλού...

στο φεγγάρι παιχνίδια και στον ήλιο σκοπιά,
τραγουδώντας περνούσαν
χρόνια ξέγνοιαστα, αθώα,
χρόνια τόσο γλυκά...

κι όταν έπιανε εκείνος ο μανιώδης νοτιάς
μεσ' τη χούφτα μας λέγαμε
λόγια ατρόμητα
λόγια αθώα,
λόγια για μας παιδικά,
λόγια που ακόμ' αντηχούνε στη μικρή μας καρδιά..

πέρασαν μέρες, μήνες κι ήρθαν χρόνια πολλά
τότε φάνηκες με τις μαύρες φτερούγες
να τσακίζουν με μίσος,
τα δικά μας σωθικά,

τότε ήρθες και ήσουν σκοταδιού συντροφιά...
κάθε βράδυ παλεύεις να μας φας τη ζωή,
τα ηλιόλουστα χάδια, την παιδική μας ορμή,
καθε βράδυ παρέα,
με το έρεβος φίλη, πολεμάς να σκοτώσεις
την παιδική μας γαλήνη....

κάθε βράδυ παλεύουμε
κάθε βράδυ θα δούμε
τη ζωή μας συντρίμμια
αν στη λήθη θα μπούμε...