Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Όχι Ελπίδες.


κάποιος φύσηξε μέσα και σου έδωσ' ελπίδα,
κάποιος είπε: "μονάχος δεν μπορώ πια να ζω",
κάποιος μονάχα μ' ένα νεύμα, έφτιαξε ό,τι κι αν είδα,
κάποιος σου 'πε: "προχώρα κι ειμαι πάντα εδώ"!


έστριψες δόλια και γύρισες σ' αυτόνα την πλάτη,
αυτομόλησες σ' ό,τι πιο πλάνο έχεις βρει,
θεωρείς πως εσύ είσαι το ψωμί και τ' αλάτι,
πως εσύ είσαι της Ζωής η ουσιώδης φραγή!

περιπλάνηση μέσα στο έρεβος μοιάζει
η ζωή που μονάχος διαλέγεις και ζεις,
σ' ένα σκήνωμα ψεύτικα είδωλα στιβάζει
το μυαλό που κουφαίνει στο ουρλιαχτό της βροντής,

μόνος, άπολις, ανέραστος, πένης,
σε λαγούμια προσμένεις να βρεις θαλπωρή,
μα αποσύνθεση, φρίκη και θάνατο σπέρνεις
στα νερά που στραγγίζει στην κοιλιά της η γη!

περιμένεις κι αρπάζεσαι από μία σανίδα
στο απέραντο πέλαγος προσπαθείς να σωθείς,
κάθε λόγος για σένα φαντάζει Ελπίδα
επειδή δεν γνωρίζεις πως να βγεις νικητής.

γύρω σέρνονται ανθρωπόμορφα κτήνη
που ανθρώπινη σάρκα πολλαπλά έχουν γευτεί,
βυθισμένος, χαμένος, περιμένεις εκείνη
που θα δώσει ζωή σ' ό,τι έχεις ονειρευτεί,

κι όμως χρόνια τώρα το γνώρισες, ξέρεις
πως ποτέ λυτρωμό δεν θα βρεις τη στιγμή
που σε άλλον πιστεύεις, αναθέτεις, και δίνεις
στις Ελπίδες σου όλες να σπείρει Ζωή!



Προδοσίες.





Στη μοναξιά μιλήσαμε ξυπόλητοι στους βράχους,
μαύρο πουλί, στριφνό βιολί στον ήχο του θανάτου,
τη μοναξιά βιώσαμε παλεύοντας στους κάμπους
ακούγοντας ν' αντιλαλεί μεσ' το κεντρί, παν' στο κορμί
τ' ολάνθιστου ασπαλάγχθου. 


Ερμα, φτωχά κι ανήλιαγα είναι τα όνειρά μας,
προδότρα μνήμη μας γελάς και σέρνεσαι αποκάτου,
άγριος καιρός, σκληρός αρμός μποδίζει τη σειρά μας
ν' αντιστραφεί η μοίρα μας, να κλάψει η χαρά μας
στη θέα του θανάτου.

Ιδρώτας, αίμα και χολή πότισαν την ψυχή μας,
κάθε αυγή, πικρή αυγή, συνθλίβει τ' άσπιλο κορμί
και χαρακώνει πάνω μας σημάδια απ' τη ζωή μας
να βλεπουν όσοι τριγυρνούν, λοξές ματιές, άδειες ματιές
στην άδεια ύπαρξή μας.

Δεν προδοθήκαμε ποτέ, πιστέψαμε σ' εκείνους
που βγήκαν γύρω παγανιά μ' ένα χαμόγελο τους
και 'μεις, ορφανεμένοι από κακό, φωτιά από τους μίμους
δεχτήκαμε πισώπλατα χτυπήματα αποτρόπαια
που τσάκιζαν τους μίσχους

μιας φαντασίας ονειρικής, πλάσματος του αγέρα,
κόρη της γης που σκιάχτηκε απ' των νεκρών το αίμα ,
πλάσμα του κάτω κόσμου που γυρνά με πορφυρή παντιέρα
για να μας δείξει, να φανεί, να οδηγήσει πάντα
το άψυχο κουφάρι μας στης πλάσης τα καρτέρια.

Πηχτή βουή, σκληρή κοψιά πάνω στ' ανάστημά μας
χορέψαν οργιαστικούς χορούς στους λύχνους των καιρών,
κλέφτες και ψεύτες χαίρονται από τη συμφορά μας,
άδολοι, αψεγάδιαστοι πιστοί εμείς στα όνειρά μας
την προδοσία βιώνουμε των εξουσιαστών.