Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Τα βράδια που κλείνουν τα κρίνα.





Τα  βράδια που κλείνουν τα κρίνα,
μαζεύοντας το πάλλευκο ριχτάρι τους,
ο κορμός λυγίζει, σκύβοντας προς τη γη.
Μοιάζουν άσχημες φυλλωσιές που ρίχτηκαν στην άμμο
ανάξιες για περισυλλογή και στοχασμό.
Κι όμως, μόλις χαράξει το πρωινό,
θα στυλωθούν ξανά για το συλλαλητήριο στον ήλιο,
για τη διαμαρτυρία της ζωής.

Τ΄ αγιόκλημα και το νυχτολούλουδο μυρώνουνε τη νύχτα
με ευωδιές που φέρνουνε στο νου ταξίδια μαγικά,
ανάσες άπιαστων, φευγαλέων ονείρων
για περιπλανήσεις στην ουτοπία και το άρρητο.
Μεθύσι κρυφών και λατρεμένων πόθων,
γιοφύρι της ελπίδας με το άπιαστο,
θα τυλιχτούν, αδύναμα, στην ηλιακή ραστώνη,
ανίκανα να φυλαχτούν απ’ το πραγματικό.

Τα ρόδα, υπερφίαλα, απλώνουν τα φτερά τους,
πέταλα που ματώνουνε στο άγγιγμα της θλίψης,
έμπνευση και αποστροφή για τόσους ποιητές, 
για λίγο θα τραβήξουνε το δρόμο της ματαιοδοξίας
μα σύντομα θα συντριβούν στης λήθης το αδράχτι.
Ο θρίαμβος κι η πτώση χαμένων παραδείσων
προειδοποίηση σκληρή της Φύσης η αναγκαιότητα!

Άνθος χωρίς σπορά κι ο άνθρωπος στην πλάση,
πότε θυσίες και σφαγές προσφέρει, απλόχερα, στη νύχτα,
πότε στο σκότος αλυχτά κι αλλάζει τη μορφή του,
πότε σκορπά θεσπέσιες και πλάνες μυρωδιές,
πότε στον ήλιο όνειρα κι ελπίδες ψιθυρίζει,
κρατώντας τον σφιχτά μεσ’ τη μικρή του αγκάλη.
Παλεύει, αγωνίζεται, ματώνει και δακρύζει
στο αιώνιο ταξίδι του από τις δύο πλευρές.
Όμως, αυτό που τον κρατά ξεχωριστό στον κόσμο
είν’ ο δικός του λογισμός, να πέφτει, να γεννιέται,
ν’  αφήσει τις ελπίδες του στις νέες τις γενιές,
στης Μέδουσας το πρόσωπο ποτέ να μη πετρώσουν
μα με σπαθί, αλύπητα, το κτήνος να σκοτώνουν.
Ο Λόγος δε θέλει σπορά, το αίμα του αρκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου