Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

César Vallejo

César Vallejo-Ο φτωχός

Η μέρα κοντεύει· κούρδισε
το χέρι σου, ψάξε τον εαυτό σου κάτω
απ' το στρώμα, στάσου και πάλι
στο κεφάλι, για να περπατάς ορθός.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε το παλτό σου.

Η μέρα κοντεύει· άρπαξε
το παχύ σου έντερο σφιχτά στο χέρι, συλλογίσου,
πριν διαλογιστείς, γιατί είναι φριχτό
όταν βρέχει σε κάποιον η κακοδαιμονία
και το δόντι του πέφτει εντελώς.

Πρέπει να φας, λέω όμως στον εαυτό μου,
μή θλίβεσαι, γιατί η θλίψη και το κλάμα
δίπλα στον τάφο δεν ανήκουν στους φτωχούς·
μπαλώσου, θυμήσου,
εμπιστέψου την λευκή σου κλωστή, τον καπνό, φώναξε παρουσιολόγιο
στην αλυσίδα σου και κράτα την πίσω απ' το πορτραίτο σου.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε την ψυχή σου.

Η μέρα κοντεύει· περνούν,
έχουν ανοίξει ένα μάτι στο ξενοδοχείο,
το μαστιγώνουν, το χτυπούν με έναν απ' τους καθρέφτες σου...
Τρέμεις; Είναι η μακρινή κατάσταση του μετώπου
και το πρόσφατο έθνος του στομάχου.
Ροχαλίζουν ακόμα...Τι σύμπαν κλέβει αυτό το ροχαλητό!
Σε τι κατάσταση βρίσκονται οι πόροι σου, στην κρίση τους!
Με τόσα δύο, ω, τι μόνος που είσαι!
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε τ' όνειρό σου.

Η μέρα κοντεύει, επαναλαμβάνω
μέσα απ' το φωνητικό όργανο της σιωπής σου
και είναι επείγον να πάρεις το αριστερό με την πείνα
και το δεξί με τη δίψα· σε κάθε περίπτωση,
να απέχεις απ' το να είσαι φτωχός μες στους πλούσιους
να σκαλίζεις
το κρύο σου, γιατί η θέρμη μου είναι ένα μ' αυτό, αγαπημένο θύμα.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε το σώμα σου.

Η μέρα κοντεύει·
το πρωινό, η θάλασσα, ο μετεωρίτης,
κυνηγούν την κούρασή σου με λάβαρα,
και, εξαιτίας της κλασικής σου περηφάνειας, οι ύαινες
μετρούν το βήμα σε συγχρονισμό με τον γάιδαρο,
η φουρνάρισα σε σκέφτεται, ψηλαφώντας
το κουζινομάχαιρο όπου είναι φυλακισμένα το ατσάλι
και το σίδερο και το μέταλλο· μην ξεχνάς,
δεν υπάρχουν φίλοι στην Λειτουργία.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε τον ήλιο σου.

Η μέρα κοντεύει· διπλασίασε
την ανάσα σου, τριπλασίασε
την εχθρική καλοσύνη σου
και περιφρόνησε το φόβο, τις διασυνδέσεις και την επιτήδευση,
γιατί εσύ, όπως μπορεί να δει κανείς στον καβάλο σου,
μιας και ωιμέ, ο σατανάς είναι απέθαντος,
ονειρεύτηκες απόψε ότι ζούσες
με τίποτα και πέθαινες με τα πάντα...

(Μτφρ.: Lenin Reloaded)

Παγοδρόμιο

Όποιος προτίθεται κάτι να θάψει,
μια ψευδή υπόσχεση, για παράδειγμα,
μια δέσμευση που δεν τηρήθηκε,
κάποια σαρακοφαγωμένη ενοχή, μια
συλλογή αντικειμένων χωρίς ειρμό
ή στόχο, καλείται να το πράξει
τώρα: το χιόνι είναι
αρκετά παχύ, είναι χειμώνας
απ’ άκρη σ’ άκρη της επικράτειας
κι η επικράτεια είναι ξεχασμένη
σε κάποια άκρη της ηπείρου
και η ήπειρος είναι ξεχασμένη μες στο
συρτάρι κάποιου γραφείου στον τρίτο όροφο.
Και η ταφή θα κρατήσει πολύ, ίσως για πάντα
και τέλος πάντων όσο είναι
εύλογο να ελπίζει κανείς με δεδομένη
την απότομη αλλαγή θερμοκρασιών
της τρίτης χιλιετίας, ή είναι η εικοστή
έβδομη, έχω χάσει το μέτρημα και τη
βάση του μετρήματος· γι’ αυτό με το παρόν
ανακοινώνω πως είναι μια θαυμάσια ευκαιρία
και πρέπει να βιαστείτε.

Μόνο σκεφτείτε φιγούρες που ’χουμε
να κάνουμε μ’ ελεύθερα
επιτέλους τα δύο χέρια
με πόδια ελαφρά σαν τον ύπνο
αθώου στην πτέρυγα μελλοθανάτων,
όλες αυτές τις αυτοσχέδιες εξτραβαγκάντζες
πάνω στ’ απέραντο παγοδρόμιο
της ιστορίας. Κι από κάτω, σκεφτείτε, εκεί
που ο πάγος θα είναι κάπως περισσότερο
λεπτός, θα φαίνονται
οι σκιές των πραγμάτων: οι ξεπεσμένοι
κίονες στις πυλωτές πολυκατοικιών, οι κεραίες
από τις ορφανές τηλεοράσεις,
τ’ ασπρόρουχα στα σύρματα, εκπτωτικά κουπόνια,
τα χαρτόνια και οι κουβέρτες των αστέγων.
Αμνησιακούς μας βλέπω ήδη να αφηνόμαστε
σε πιρουέτες πάνω στον πάγο που απλώνεται
πάνω απ’ την ανύπαρκτή μας πολιτεία. Κι
από κάτω θα ροχαλίζει ο ηλεκτρικός
θα ακούγεται μία απόμακρη συγχορδία
από βιολιά ταλαντούχων επαιτών
στην είσοδο του μετρό, ή θα μαίνεται
μια καταιγίδα από πέτρες στην είσοδο
του Εμπορικού Επιμελητηρίου, και
θα ανεβαίνουν οι ανάσες μας οι τελευταίες
όλο χαμόγελα μέσα σε γυάλινο ασανσέρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου