Η μοναξιά δεν έχει ταίρι,
σκύβει απάνω στα φτερά
της ύπαρξης που σιγοκλαίει,
που έφτασε να σπαρταρά
γιατί ο μίσχος δεν ανθίζει,
γιατί τ' αγέρι ξεψυχά
προτού δροσίσει γη καμένη,
προτού σκορπίσει τα σπαρτά,
η μοναξιά γυρίζει μόνη
όπως ο άνεμος σκιρτά
γλυκοφιλώντας τ' αφρονέρια
στο πέλαγος που αλυχτά,
δεν σημαδεύει κορφοβούνια,
το άσπρο γέρας τους φιλά,
γλιστρά σαν ίσκιος στις πλαγιές τους
ευωδιά αγριολούλουδων σκορπά,
στον έρημο, σκυφτό διαβάτη
στήνει παγίδες, κάλπικα κόλπα οδυνηρά
σιγοσφυρίζει στο αυτί του
πως κάποιος τον αναζητά,
η μοναξιά δεν έχει ταίρι,
ποτέ δεν είναι σε χορούς,
σε πανηγύρια και τραπέζια
μόνο εκεί που θα'βρει μοναχούς,
σ' άθλια στέκια, σε υπόγεια,
σε μπαρ με σκοτεινούς ρυθμούς,
σε λέσχες αυτών που ξενυχτάνε
στην άδεια κάμαρη μη νοιώσουν
ηλιαχτίδες να πετούν,
δεν έχει στόχο, δεν πιστεύει,
την ειμαρμένη δεν νογά,
δεν σκιάζεται ούτε λατρεύει
θεούς, δαιμόνους αψηφά,
σκορπά αόρατα τα πέπλα
μίας σαγήνης που βογκά,
που βαλσαμώνει τ' αγιοκέρι,
που κάνει ανθρώπους να σφαλούνε
τις πόρτες, να κάθονται σιμά.
Κάνει το βρέφος να στριγγλίζει,
το δόλιο το παιδί ν' αναζητά
τον κόρφο όπου στράγγισε το γάλα
και καρδιά μάνας εκεί κτυπά,
κρύβεται πίσω από το θάμπος του πλούτου
του πρόσκαιρου και της αψηφισιάς,
του κάθε όνειρου φευγάτου,
του κάλλους της αλλοκοτιάς,
κρύβεται πίσω απ' την αυλαία
και περιμένει στη σκηνή
την ώρα που θα βγει ο συνθέτης
το τέλος πια να διαφανεί...
βαριά κι ασήκωτη φοβέρα
ουρλιάζει μέσ' στους ουρανούς
ύμνους φλογέρας στομωμένης,
βιολιού ορφανού του δοξαριού,
ήχους καμπάνας ευνουχισμένης
με αφαίρεση του γλωσσιδιού...
η μοναξιά δεν έχει ταίρι
μα είν' ανίκητος εχθρός,
μπορεί να χάνει κάποιες μάχες
μα θριαμβεύει διαρκώς,
κάθε μας βήμα αγριοκοιτάζει,
άνθρωπε πρόσεξε καλά,
σκέψου, με φρόνηση πορέψου,
ταίρι μη σου'ρθει η μοναξιά...