Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΦΡΑΓΙΖΩ ΓΕΡΑ







Τα μάτια μου σφίγγω κλειστά,
μ' αμπάρες βαριές τα κλειδώνω,
τον κόσμο χαρίζω σε σας
κρατάω για μένα τον πόνο,


τα μάτια σφραγίζω γερά
με κράμα μετάλλου σφαλίζω,
στη ζήση μου είδα πολλά,
με κάνουν διαρκώς να δακρύζω,

πυρίμαχα βάζω υλικά
οι αχτίδες του ήλιου με καίνε,
κρατάω τα μάτια κλειστά
η φρίκη δε φεύγει μου λένε,

ανταύγειες ιριδίζουσας κόρης
σ' ανήλιαγα θάβω στενά,
ναυάγιου ολόφωτης πλώρης
λοστρόμος δεν θάμαι ξανά,

ματόκλαδα στραφταλίζουν χυτά
στα φώτα δεν θα αντιδράσουν,
γοργόνες θρηνούν γοερά
τα θύματά που μέλλει να χάσουν,

κρατάω τα μάτια κλειστά,
το σκότος πια δεν τρομάζει
μ' αίμα σκαρώσαμε δεσμά
αντίκρυ στη γη π' αλλαλιάζει,

τυφλός μεσ' το φως τριγυρνώ,
απάγγειο δεν βρίσκω στον πόνο
κι αν κάτι θωρώ λαμπερό
με λόγια ευθύς το πληγώνω,

τριγύρω ουρλιάζουν σκυλιά,
ανθρώποι κι αυτοί αλυχτούνε,
τα φώτα που ειν' λαμπερά
δεν τους αφήνουν να δούνε,

στο σβέρκο μια χίμαιρα γνέφει
στους άλλους τρανό προσκεφάλι,
καθένας μας βλέπει αυτό
που ο άλλος με βία διατάζει,

στα υπόγεια χάνομαι, σβήνω,
τους κρότους ακούω και πάω
σ' αυτή τη ζωή δεν θα βρω
ποτέ την τροφή που ζητάω.

Κρατάω τα μάτια κλειστά,
τον κόσμο τον έχω ξεχάσει
ακούω φριχτά ουρλιαχτά
η κόλαση μ' έχει ξεράσει,

κρατάω τα μάτια κλειστά
και τότες, σαν έρθει η μέρα,
σ' απόμακρα μαύρα στενά
το φως θα σηκώσω παντιέρα...

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ο μικρός "θεός".





Σε είδα στον δρόμο
φορούσες κοστούμι,
γραβάτα σφιγμένη
αγέρωχη μούρη,


βαθειά υποκλίθηκα,
ευχήθηκα για σένα,
σου είπα δυο λόγια
που πήγαν χαμένα,

η σκέψη σου έτρεχε
σε μπίζνες, κομπίνες,
σε πλάνα που έκανες,
για σπίτια, πισίνες,

καινούργια αμάξια,
ποτά και γυναίκες,
γεμάτη η τσέπη
για νάχεις λακέδες,

ξανά θα ξενύχτησες,
ποτό και τσιγάρο
μαζί και μια τζούρα
να κάνεις τον άγιο,

τριγύρω ουρλιάζαν
φωνές απελπισμένων,
της γης κατακάθια,
σε κόσμο χαμένων,

ορθάνοιχτα μάτια
να στρώσεις παρτίδα,
ξανά να ρεφάρεις,
σαβούρα, φτιασίδια,

έχεις πτυχίο
και τιτλους σπουδών,
την κάνεις λαχείο
δεν έχεις θεό,

βαθειά υποκλίθηκα
στο κάλος της νιότης
που κρύβει τον σάπιο,
βρωμερό εαυτό της,

παντού είσαι πρώτος,
παντού φάτσα μούρη,
αέρα σκορπίζεις
γκανίζεις σα γαίδούρι,

μιλάς και ο ήχος
δεν βγαίνει απ' το στόμα,
μιλά το στομάχι
κι η τσέπη κορόνα,

απόψεις για όλα,
οπαδός της δεκάτης,
να ζήσουμε όλοι
συνθήματα απάτης,

λόγια παρμένα
και κούφιες ιδέες,
φιλελεύθερος είσαι
μα όχι παρέες,

δικαιώματα, ισότης,
παντού ευκαιρίες
μα κρύβεις τις τόσες
κρυφές σου απληστίες,

κλωτσάς τον ζητιάνο,
προσπερνάς το σακάτη,
τον άστεγο βλέπεις,
τον φτύνεις στο μάτι,

γεμίσαμε ξένους
που τρων τα σκυλιά μας,
δεν τρώνε τα βράδια
παϊδια απ' τ' αρνιά μας,

βαθειά υποκλίθηκα
σε είδα ομπρός μου,
σταμάτησ' η ανάσα μου,
εχάθη το φως μου,

τρελό μεγαλείο
στο κόσμο που ζούμε,
αστός δεν θα γίνεις
θα μπεις σε μουσείο

κι εκεί με τις πέτρες,
σε μια κάποια άκρη,
μικροαστούλη θα βλέπεις
να τρέχει σαν δάκρυ

μια άλλη ιστορία,
μια άλλη σαγήνη
που ποτέ δεν σου έδωσε
ο,τι θάθελες να γίνει,

μπροστά σου θα σκύβω,
βαθειά θα σαρκάζω
γιατί στη ζωή μου
ποτέ δεν σου μοιάζω.....




Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Bez bojnik (χωρίς θεό)










Ξέφτισαν φλέβες τ’ ουρανού,
φολιδωτές ανταύγειες,
στ’  άναρχο σύμπαν άριες
ενός μικρού θεού,

μαύρο το πέπλο της αυγής
στο πέλαγο αγκαλιάζει
του Αιγέα το αγιάζι
άσπρα πανιά μετατροπής,
τον γιο που δε θα ξαναδείς,

άσπρο και μαύρο δεν χωρούν
στην πλουμισμένη κόμη
στην αρπαγμένη κόρη
στ’  άδυτο τραγουδούν,

αρχάγγελοι μ’ αστραφτερές
πανώριες πανοπλίες.
αρπάζουνε τις λείες
με πράξεις δολερές,

τ’  ανάκρουσμα του  παγετού
άκομψες ελεγείες
και στείρες ψαλμωδίες
στα ύψη του Ιαπετού,

θολώνει η κρίση των θεών
ο Εγκέλαδος βρυχάται,
ο Όσιρις  λυπάται
το πάθος των φτωχών,

ψηλά ανεμίζει η Τορά,
τ’  άμφια  φτερουγίζουν
τα ερπετά θροΐζουν
ήχους του Γολγοθά,

χιλιάδες αρμενίζουνε
πλασμάτων ξένων τα σκαριά
ο Ουρανός  κοιλοπονά
με πέτρες τον γεμίζουνε,

οι λεγεώνες έρχονται,
φοράνε προσωπίδες,
καλύπτονται μ’ ασπίδες
ο Άρης τους γελά,

μαύρος ο κάματος, βαρύς,
αιώνιο μονοπάτι,
το κάλυψαν μ’  απάτη
σταυρώθηκε η γης,

ολούθε φτερουγίσματα,
ορφάνεψαν οι ουρανοί,
λουφάξαν’ όλοι οι θεοί
στους τάφους για κτερίσματα,

μαρμάρινη η κεφαλή
του δύστυχου Περσέα
ποια δύναμη μοιραία
τη Μέδουσα καλεί;

Άσπρος ο λάκκος ζωντανών
θαμμένων μεσ’ το θάμπος
και στον αχό τους, σάμπως
λύτρωση των νεκρών,
κοινός είναι ο τάφος…

Ο Φοίβος αποσύρθηκε
σ’  απόκρυφο αλώνι
π’  ακρίτας δε σιμώνει,
ο Χάρος δεν νικήθηκε
ποτέ απ’  τη ζωή..

Αρχαίοι κι ύστεροι θεοί
κλειστήκαν σε σφαγεία,
τ’ ανθρώπου ‘γίναν λεία
προσμένουν τη θανή,

χωρίς θεό πολέμησαν
στην Τροία οι Μυρμιδόνες,
χωρίς θεούς στηθήκανε
στον κόσμο οι αγχόνες,
χωρίς θεό εγέμισαν
με άταφα  κουφάρια
του Ρουρ οι πεδιάδες,
στις στέπες στήσαν’ δάδες
για όσους πολεμούν,

για όσους εκληθήκανε
ν’  ανάψουνε λαμπάδες
και να καούν χιλιάδες
να κλείσει η πληγή,

πουν’  οι θεοί, οι άσωτοι
ξόανα ξεχασμένα,
σαρκία ξεσκισμένα,
στο Στάλινγκραντ  γλεντούν,

χιλιάδες έσπειρε νεκρούς
τ’  ανθρώπου η αγέλη,
το φίδι ξαναφάνηκε,
το φίδι ξαποσταίνει
στην πλάτη όλων των θεών,
στην πλάτη των αχρείων
που ξανακάνουνε τη γη
αρένα των θηρίων…

(στη μνήμη C. Malaparte)