(δεν λυγίζουμε, βαστάμε, παλεύουμε, γιατί δεν είμαστε πολλοί, είμαστε ένας! καλή δύναμη κορίτσι μου)
γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου........ μια ζωή παλεύεις να πιάσεις λίγο από τη λάμψη των άστρων, λίγο από το φύσημα του μελτεμιού που κάνει το σύρμα να βουϊζει, λίγο από τον παφλασμό του κύματος που σκάει πάνω στην ξέρα και στον πέτρινο δρόμο. Ν' ακούσεις τι λένε τα καλάμια, ψηλά-καμαρωτά με τη φούντα πάνω τους σαν λοφίο αρχαίου πολεμιστή, όταν τα λυγίζει ο καλοκαιρινός άνεμος που λυσσομανά τον δεκαπενταύγουστο, να αποκωδικοποιήσεις τα τραγούδια των τζιτζικιών που υμνούν το καλοκαιρινό παράθυρο στη ζωή, να αφουγκραστείς τη γλυκιά σιγαλιά της νύχτας που σε ταξιδεύει στο επιθυμητό πέρας που τόσο ονειρεύεσαι, ν' ακούσεις τα φιλιά των εραστών που κάθονται ξαπλωμένοι στους μόλους χαζεύοντας τις βάρκες που λικνίζονται στ' αρμυρό νερό. Να γευτείς τον χυμό του γινομένου ροδάκινου, να γλύψεις την άκρη της κανάτας με το βρόχινο νερό, το τελευταίο κομμάτι από το παγωτό που έμεινε στο ξυλάκι που κοιτάς λυπημένος επειδή τελείωσε, την αρμύρα της θάλασσας στο φανελάκι σου που πότισε ψάχνοντας για καβούρια, γαρίδες, ψαρεύοντας με το καλάμι μικρά-μικρά ψαράκια ξοδεύοντας ώρες ατελείωτες κάτω από τον καυτό ήλιο που αγνοείς συστηματικά κι αυτός σου βγάζει τη γλώσσα, να απολαύσεις την τελευταία δροσιά από το φιλί που σου έδωσε η πρώτη σου αγάπη, να γλύψεις το μέλι από τα σύκα που μέλωσαν και μαζεύεις μετρώντας και ξαναμετρώντας πόσα θα δώσεις και πόσα θα φας..... γαμώτο μου, γαμώτο μου....να φτιάχνεις σφυρίχτρες από την κορυφή των καλαμιών, να μαζεύεις σαλιγκάρια για δόλωμα, να ψάχνεις για φωλιές πουλιών μέσα στις τρύπες των ξερολιθιών, να ξεσέρνεσαι στο σπιτάκι που έφτιαξες με την παρέα κάνοντας τον Ροβινσώνα σε μια φανταστική πραγματικότητα που σε καταβρόχθισε σε μια άλλη διάσταση, να φτιάχνεις ξώβεργες, τόξα και όπλα από τ' αρμυρίκια που λέκιαζαν με την αρμύρα του νοτιά τα ρούχα σου, να βάζεις σορτσάκι και φανέλα και να ρίχνεσαι στο τόπι ξυπόλητος, παθιασμένος, αχόρταγος, να κάθεσαι στον ίσκιο της ύπαρξης σου και όλοι μαζί να βλέπουμε το αντιφέγγισμα του φεγγαριού στη θάλασσα που έβρεχε τα πόδια μας, να κατουράς στο χώμα και να πέφτεις στο ράντσο για ύπνο νομίζοντας ότι ο παράδεισος είναι εκεί, να μη θέλεις να ξεφύγεις ούτε στιγμή από την ευτυχία που αναλώνεις στιγμή τη στιγμή, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, .... να σκίζεις την καρδιά σου όταν βλέπεις το πλοίο να σκίζει τα νερά φεύγοντας από τον παιδικό σου παράδεισο επιστρέφοντας σε μια βουβή, θλιβερή και στείρα πραγματικότητα, να δίνεις όρκους αγάπης για τον χαμένο παράδεισο, να σκαρώνεις στιχάκια για την ώρα της επιστροφής και το δάκρυ σου να ποτίζει την αδιάφορη, αγέλαστη, παγερή κουπαστή του πλοίου της αναχώρησης......γαμώτο μου.....να περιμένεις τόσο καιρό να ξαναζήσεις με τους αγγέλους, να λαχταράς την ώρα που θα επιστρέψεις να δεις τον τόπο και αυτούς που αγάπησες..... γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου......καταραμένη πραγματικότητα, καταραμένη ωριμότητα μας στερήσατε την ανάσα μας, το χώρο μας, την τροφή της ψυχής μας, την τροφή που αναζητούν οι θεοί.......μας στερήσατε τα πάντα, μας πήρατε ό,τι λατρέψαμε, όσους αγαπήσαμε και είσαστε αχόρταγες, ζηλόφθονες, εριστικές και απάνθρωπες, βαλθήκατε να μας εξολοθρεύσετε όλους ξέροντας ότι ακόμη και χώρια, ήμασταν πάντα μαζί, πάντα ένα, πάντα εκεί γιατί εκεί σταμάτησε ο χρόνος, γιατί εκεί σταμπάραμε τη ζωή μας με πυρωμένο σίδερο, με άσβηστη φωτιά και αιώνια πίστη στον παράδεισό μας............γαμώτο μου, γιατί ζωή είσαι τόσο σκληρή, γιατί δεν υπήρξες ποτέ παιδί;;;;.......................... γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου.............και τι θα καταφέρεις; εμείς τον είδαμε, τον ζήσαμε τον παράδεισο...εκεί θα ξαναβρεθούμε όλοι επειδή αυτό ΔΕΝ μπορείς να μας το στερήσεις, επειδή αυτό είναι που ζηλεύεις.......
γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου........ μια ζωή παλεύεις να πιάσεις λίγο από τη λάμψη των άστρων, λίγο από το φύσημα του μελτεμιού που κάνει το σύρμα να βουϊζει, λίγο από τον παφλασμό του κύματος που σκάει πάνω στην ξέρα και στον πέτρινο δρόμο. Ν' ακούσεις τι λένε τα καλάμια, ψηλά-καμαρωτά με τη φούντα πάνω τους σαν λοφίο αρχαίου πολεμιστή, όταν τα λυγίζει ο καλοκαιρινός άνεμος που λυσσομανά τον δεκαπενταύγουστο, να αποκωδικοποιήσεις τα τραγούδια των τζιτζικιών που υμνούν το καλοκαιρινό παράθυρο στη ζωή, να αφουγκραστείς τη γλυκιά σιγαλιά της νύχτας που σε ταξιδεύει στο επιθυμητό πέρας που τόσο ονειρεύεσαι, ν' ακούσεις τα φιλιά των εραστών που κάθονται ξαπλωμένοι στους μόλους χαζεύοντας τις βάρκες που λικνίζονται στ' αρμυρό νερό. Να γευτείς τον χυμό του γινομένου ροδάκινου, να γλύψεις την άκρη της κανάτας με το βρόχινο νερό, το τελευταίο κομμάτι από το παγωτό που έμεινε στο ξυλάκι που κοιτάς λυπημένος επειδή τελείωσε, την αρμύρα της θάλασσας στο φανελάκι σου που πότισε ψάχνοντας για καβούρια, γαρίδες, ψαρεύοντας με το καλάμι μικρά-μικρά ψαράκια ξοδεύοντας ώρες ατελείωτες κάτω από τον καυτό ήλιο που αγνοείς συστηματικά κι αυτός σου βγάζει τη γλώσσα, να απολαύσεις την τελευταία δροσιά από το φιλί που σου έδωσε η πρώτη σου αγάπη, να γλύψεις το μέλι από τα σύκα που μέλωσαν και μαζεύεις μετρώντας και ξαναμετρώντας πόσα θα δώσεις και πόσα θα φας..... γαμώτο μου, γαμώτο μου....να φτιάχνεις σφυρίχτρες από την κορυφή των καλαμιών, να μαζεύεις σαλιγκάρια για δόλωμα, να ψάχνεις για φωλιές πουλιών μέσα στις τρύπες των ξερολιθιών, να ξεσέρνεσαι στο σπιτάκι που έφτιαξες με την παρέα κάνοντας τον Ροβινσώνα σε μια φανταστική πραγματικότητα που σε καταβρόχθισε σε μια άλλη διάσταση, να φτιάχνεις ξώβεργες, τόξα και όπλα από τ' αρμυρίκια που λέκιαζαν με την αρμύρα του νοτιά τα ρούχα σου, να βάζεις σορτσάκι και φανέλα και να ρίχνεσαι στο τόπι ξυπόλητος, παθιασμένος, αχόρταγος, να κάθεσαι στον ίσκιο της ύπαρξης σου και όλοι μαζί να βλέπουμε το αντιφέγγισμα του φεγγαριού στη θάλασσα που έβρεχε τα πόδια μας, να κατουράς στο χώμα και να πέφτεις στο ράντσο για ύπνο νομίζοντας ότι ο παράδεισος είναι εκεί, να μη θέλεις να ξεφύγεις ούτε στιγμή από την ευτυχία που αναλώνεις στιγμή τη στιγμή, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, .... να σκίζεις την καρδιά σου όταν βλέπεις το πλοίο να σκίζει τα νερά φεύγοντας από τον παιδικό σου παράδεισο επιστρέφοντας σε μια βουβή, θλιβερή και στείρα πραγματικότητα, να δίνεις όρκους αγάπης για τον χαμένο παράδεισο, να σκαρώνεις στιχάκια για την ώρα της επιστροφής και το δάκρυ σου να ποτίζει την αδιάφορη, αγέλαστη, παγερή κουπαστή του πλοίου της αναχώρησης......γαμώτο μου.....να περιμένεις τόσο καιρό να ξαναζήσεις με τους αγγέλους, να λαχταράς την ώρα που θα επιστρέψεις να δεις τον τόπο και αυτούς που αγάπησες..... γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου......καταραμένη πραγματικότητα, καταραμένη ωριμότητα μας στερήσατε την ανάσα μας, το χώρο μας, την τροφή της ψυχής μας, την τροφή που αναζητούν οι θεοί.......μας στερήσατε τα πάντα, μας πήρατε ό,τι λατρέψαμε, όσους αγαπήσαμε και είσαστε αχόρταγες, ζηλόφθονες, εριστικές και απάνθρωπες, βαλθήκατε να μας εξολοθρεύσετε όλους ξέροντας ότι ακόμη και χώρια, ήμασταν πάντα μαζί, πάντα ένα, πάντα εκεί γιατί εκεί σταμάτησε ο χρόνος, γιατί εκεί σταμπάραμε τη ζωή μας με πυρωμένο σίδερο, με άσβηστη φωτιά και αιώνια πίστη στον παράδεισό μας............γαμώτο μου, γιατί ζωή είσαι τόσο σκληρή, γιατί δεν υπήρξες ποτέ παιδί;;;;.......................... γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου, γαμώτο μου.............και τι θα καταφέρεις; εμείς τον είδαμε, τον ζήσαμε τον παράδεισο...εκεί θα ξαναβρεθούμε όλοι επειδή αυτό ΔΕΝ μπορείς να μας το στερήσεις, επειδή αυτό είναι που ζηλεύεις.......