Τι ειν’ αυτό που με ματιά θλιμμένη, βλοσυρή,
κοιτάζεις μεσ’ το πέλαγος μιας θάλασσας χαμένης
που πνίγει τις λαχτάρες της στου απείρου τη σιγή,
χρόνια και χρόνια ανέπαφη οργής καταραμένης
να μην μπορεί να σηκωθεί την πλάση για να δει;
Στοχάζεσαι το άπειρο που θρέφει τη πληγή
μιας ιστορίας αλλόκοτης, θολής και μαραμένης
που χείλια ανθρώπινα, στεγνά, σκάρωσαν μια στιγμή,
τριγύρω πέφτουν είδωλα ζωής καθημαγμένης
και τα ουράνια φλέγονται στ’ Αφέντη τη σιωπή!
Πες μας ποιος είσαι,
που γυρνάς, τι τάχατες γυρεύεις,
τι σού’ μεινε απ’ το διαρκές ταξίδι του χαμού,
πες μου ποιον τάχα ευλόγησες, για ποιον σκοπούς θηρεύεις
στην άγρια καταχανιά του μοχθηρού θεού;
το σκαλοπάτι δεν θωρείς και δεν καταλαβαίνεις
μα στέκεσαι σαν πλουμιστή νεράιδα στη βροχή,
στ’ ανήλιαγα σοκάκια του ο Χρόνος ταξιδεύει
αφήνοντας μας άφωνους στην τόση σαλαγή,
το Θαύμα περιμένοντας, αυτό που περισσεύει
μεσ’ του απόλιδα θνητού την αθάνατη ψυχή.
Κοιτάζεις μεσ’ το άπειρο και σου μιλούν λουλούδια,
τ’ άστρα θα σε φιλέψουνε δική τους θαλπωρή,
ακούς από τόσα παιδιά φωνούλες στα τραγούδια
που ψέλνουν για τους άγγελους που κατοικούν στη γη,
πάνω στα χείλη νοιώθουμε την πάχνη της ζωής,
μπροστά τραβούμε κι’ έρχονται βάσανα και καημοί,
δική σπορά αφήσαμε στον κόσμο να καρπίσει
και μέσα της χωρέσαμε μία μικρή κραυγή,
δεν είναι η αιφνίδια στροφή που’ ξαφνα συναντούμε
μέσα στ’ αγέρα την πνοή που θέλαμε διαρκή,
δεν είν’ του ονείρου το φιλί, υγρό στο μέτωπό μας
είναι που πρώτη μας φορά νοιώθουμε τη ζωή!
Και σ’ όλ’ αυτά που
τάχατες αδιάφοροι θωρούμε,
στους κάμπους τόσων ουρλιαχτών σφάγια των πολέμων
σιγά-σιγά αναδύονται θεσπέσιες μορφές,
ειν’ οι ψυχές που συναντούν την αύρα των ανέμων
και στων βουνών θρονιάζονται, τις απάτητες κορφές,
Τι κι αν επιβιώνουμε σε μια τρελή πορεία,
μεσ’ στον αιώνα αλλαγών και αυτοματισμού,
θάρθουμε και θα φύγουμε σε κάτασπρα φορεία
μα μέσα μας δεν θάχουμε πίκρα αποχωρισμού,
μαζί, χάρη μας κάνανε τα ξωτικά ‘κει πάνω,
μαζί να κουβαλήσουμε τις πιο γλυκές στιγμές,
αντίβαρα στη γήινη έλξη που πάντοτε μας θέλει
σκυμμένους να
παλεύουμε σε μέρες θλιβερές,
κι έτσι ανηφορίζοντας παρθένα μονοπάτια,
από ψηλ’ αντικρίζουμε του κόσμου τη θαμπή
εικόνα που μας έλεγε στα πρότερα και πάντα
πως τάχα αιώνιος θάνατος ειν’ η αιώνια ζωή!