Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Άνθρωποι και ποντίκια, μέρος 2ο.


(για τον Ν. Ρωμανό και τους συντρόφους του)

Ο Λένι είπε: "Πες πώς θα 'ναι όταν θα 'χουμε τη γη μας".
Ο Τζορτζ αφουγκραζόταν ν' ακούσει τους μακρινούς ήχους. Για μια στιγμή πήρε ύφος ανθρώπου πρακτικού και μεθοδικού.
"Κοίτα πέρα απ' το ποτάμι, Λένι, και θα σου πω ώστε σχεδόν να το δεις".
Ο Λένι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την αντίπερα όχθη της λίμνης και ψηλά προς τις σκοτεινιασμένες πλαγιές των Γκάμπιλαν.
"Θα 'χουμε λίγη γη" άρχισε ο Τζορτζ! Έβαλε το χέρι στην πλαϊνή του τσέπη κι έβγαλε το λούγκερ του Κάρλσον.
---------
Όταν ο Στάινμπεκ έγραφε το μυθιστόρημα, η ανθρωπότητα χειμαζόταν από τη μαύρη πανούκλα και τη φρίκη που θα ακολουθούσε. Στις ΗΠΑ, η οικονομική κρίση είχε περάσει αλλά το αμερικάνικο «όνειρο» ήταν ακόμη άπιαστο για πολλούς. Οι περιπλανώμενοι, οι εξαθλιωμένοι και οι άνεργοι της δεκαετίας του ’20 είχαν χτίσει μια αυτοκρατορία που «δούλευε» καλά καταβροχθίζοντας ανθρώπινες σάρκες και πουλώντας τα όπλα της σε όλες τις μεριές. Η γη που ονειρεύτηκαν ο Τζόρτζ και ο Λένι, ποτέ δεν έγινε γη της επαγγελίας για εκατομμύρια ανθρώπους που θυσιάστηκαν στο βωμό του ανελέητου κυνηγητού του κέρδους. Άνθρωποι έζησαν σαν ποντίκια και ποντίκια έζησαν μέσα στη χλιδή που καταχράστηκαν από τους ανθρώπους. Ο Λένι βίωσε ένα τέλος χαμένος στη φαντασίωση και στη σφαίρα που του καρφώθηκε στο κεφάλι από το λούγκερ που χρησιμοποίησε ο Τζώρτζ για να τον λυτρώσει από τον διπλό εφιάλτη που θα ακολουθούσε, τον εφιάλτη του ανέφικτου της ουτοπίας και τον εφιάλτη του κατασπαράγματος από τα ποντίκια που ήθελαν να ονομάζονται άνθρωποι.
Η ανθρώπινη ζωή μας επιφυλάσσει οδυνηρό τέλος, όχι γιατί θα πεθάνουμε, αυτό είναι το φυσιολογικό πέρας ενός ταξιδιού που επιλέγουμε να το ζήσουμε, από κάποια στιγμή και μετά, μόνοι μας. Το οδυνηρό τέλος είναι το τέλος που έρχεται μέσα σε μια ζωή γεμάτη οδύνες από τις οποίες δεν έχουμε το θάρρος και την θέληση να απεξαρτηθούμε. Η διαρκής συντριβή του Εγώ μας από τη ζωή που μας καθορίζουν άλλοι, η κατασκευή ενός πλαισίου λογικών απαντήσεων σε όλα για να κρύψουμε την πνευματική και προσωπική μας ένδεια, η αναζήτηση καταφύγιου στη «λογική» και «έννομη» υποταγή μας, η δημιουργία πλαστών ουτοπιών και παραδείσων απόλαυσης μας σπρώχνουν όλο και βαθύτερα. Μεταλλάσσουν την ανθρώπινη φύση μας και μας ρίχνουν στα τέσσερα, μας αναγκάζουν να σκάβουμε όλο και βαθύτερα για να χωθούμε σε τρύπες που πιστεύουμε ότι θα μας σώσουν από τον κατακλυσμό και τη διαρκή επαναφορά της «τελικής λύσης» για όσους εξακολουθούν να είναι Άνθρωποι. Χιλιάδες, εκατομμύρια ποντίκια φορούν ανθρώπινες μάσκες και περιφέρουν τη δυσωδία και τη μολυσματική ύπαρξή τους στον τόπο που επιλεχθήκαμε να κατοικήσουμε σαν άνθρωποι. Η τοξική βόμβα της «αδιαφορίας» δημιουργεί ένα απλανές και ακίνητο σύμπαν που επικαλείται τις μεσσιανικές δομές και προοπτικές μιας κοινωνίας που σκοτώνει το όνειρο! Η νύχτα διαρκεί χρόνια πολλά, το σκοτάδι με όλες του τις παραλλαγές αναδεικνύει μια κοινωνία ποντικιών όπως προφητικά την περιγράφει ο Μπένγιαμιν πριν χρησιμοποιήσει, μόνος του, το λούγκερ για μην πέσει στα χέρια του σκοταδιού, στη φαιά πανούκλα που σάρωνε την Ευρώπη και όλο τον κόσμο.
Η προσωπική εξέγερση είναι η άλλη πλευρά του φεγγαριού. Τα ποντίκια επικαλούνται το δήθεν «σκοτάδι» του φωτός που λαμπυρίζει μέσα στην ύπαρξη του επαναστατημένου άνθρωπου. Γιατί τα ποντίκια φοβούνται το φως, αποκαλύπτει τη μοχθηρότητά τους, το μίσος που κρύβουν πίσω από το προσωπείο τους, τη δειλία τους, την επανάπαυση σ’ αυτό που θεωρούν παράδεισο αλλά είναι η αιώνια κόλαση. Τα ποντίκια αγνοούν την εξαγνιστική δύναμη της φωτιάς, από ένστικτο, όμως, τη φοβούνται. Η φλόγα που θα γίνει πυρκαγιά θα αναδείξει όχι μόνο τη σατανική ψυχή τους αλλά και την άσπιλη και αγνή ψυχή αυτού που δεν φόρεσε προσωπείο, δεν μεταλλάχτηκε. Το «ανθρώπινο» μετατρέπεται σε «θεϊκό», έγραφε ο Πλάτωνας, όταν η ψυχή του Ανθρώπου αντικρύσει το Αγαθό και αυτό είναι, πρώτα απ’ όλα, συλλογικό, κοινοτικό. Η δυστυχία έστω κι ενός δημιουργεί μια πληγή που θα οδηγήσει τις πόλεις στη σφαγή. Οι άνθρωποι-ποντίκια, αλλοτριωμένοι από τις ηδονές των ποντικιών και από τη μαζοχιστική αναζήτησή τους, αναζητούν στον Άλλο την όψη του ποντικιού, είναι, όμως, η προβολή στον Άλλο της δικής τους μιαρής εικόνας, είναι η αναζήτηση στον Άλλο της δικής τους παραίτησης από τον αγώνα για να μη μεταλλαχθούν σε ποντίκια και αυτό επειδή γνωρίζουν ότι δεν θα υπάρξει γι αυτούς η λυτρωτική σφαίρα του Τζόρτζ αλλά, κυρίως, επειδή γνωρίζουν ότι ποτέ δεν θα φτάσει σ’ αυτούς έστω η εικονική λάμψη της άλλης πραγματικότητας που απόλαυσε ο Λένι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
‘Όταν τα ποντίκια κυριαρχούν, όταν η δυσωδία των ζωντανών – νεκρών πλημμυρίζει σαν άρωμα τα ρουθούνια μας, όταν οι κυνηγοί του Τζορτζ και του Λένι έρχονται για να στήσουν χορούς με τις αγχόνες και το νόμο του λυντσαρίσματος, όταν η πολιτεία γίνεται φωλιά τρωκτικών και οι άξεστοι αχυράνθρωποι κυβερνούν βουτηγμένοι στα κόπρανα αυτών που ζουν βαθιά στη γη, στις φωλιές τους και φοβούνται το φως, τότε είναι καθήκον για κάθε Άνθρωπο να αναδείξει το «θεϊκό» από μέσα του και να εξεγερθεί. Δεν υπάρχει Μαγικός Αυλός για τα ποντίκια. Αυτά κατασκεύασαν ήχους θεϊκών μουσικών για να απολαμβάνουν στην τρύπα τους μια ζωή που έχει αποκλείσει τους ήχους της μουσικής αυτών που σφάζονται, αγωνίζονται και επαναστατούν κάθε μέρα για να μπορεί ο Άνθρωπος να παραμείνει Άνθρωπος. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας δεν θα σε βγάλει από τη φωλιά σου, μικρό και απεχθές τρωκτικό! Η προσωπική λύτρωση είναι απόλυτα εγωιστική, η επιλογή της θυσίας για τον Άλλο μπορεί μόνο να σε βγάλει από την τρύπα που έφτιαξες απολαμβάνοντας μια ζωή εικονικής ευτυχίας που στηρίζεται στην άγρια εκμετάλλευση των Ανθρώπων που δουλεύουν σαν σκυλιά και ζουν σαν ποντίκια!
Η προσωπική εξέγερση μπορεί να είναι μονόδρομος, μπορεί να είναι και άσκοπη και αναποτελεσματική, όπως ισχυρίζεσαι για να μη χάσεις τη βόλεψή σου. Όμως σε κάνει να βγεις από τη φωλιά σου, ν’ αντικρίσεις κατάματα την πραγματικότητα και εκεί, κάτω από τις κλαγγές των όπλων και των μαχαιριών που σφάζουν τους σύγχρονους σκλάβους, ν’ ακούσεις και να αισθανθείς το βοριά μέσα σου, «τον θυελλώδη βοριά που δεν σε αφήνει να γίνεις μέρος αυτού του συστήματος, που δεν σε αφήνει να ενταχθείς» στην κοινωνία των ποντικιών, όπως είπε και ο Α. Μπρετόν. Αυτός ο βοριάς είναι που σε κάνει να επιλέξεις τον δρόμο της θυσίας και της εξέγερσης, την εγκατάλειψη του νησιού με τις σειρήνες, την κατάβαση στο σπήλαιο για να απελευθερώσεις τα ποντίκια από τα δεσμά τους. Δεν είναι δύσκολο, αρκεί, επιτέλους, να αισθανθείς το καμπανάκι της συνείδησης που εκπέμπει τους ήχους ενός ρέκβιεμ για την ανθρωπότητα. Υπήρξαν κι άλλοι που εξεγέρθηκαν, οι τρόποι που θα το κάνεις είναι άφθονοι, είναι όμως πάντα οι δρόμοι της εξέγερσης.
Μικρά παιδιά επέλεξαν τη θυσία αντί να ζήσουν ένα μαρτύριο δίχως τέλος. Ο τρόπος τους σε τρομάζει, σε ενοχλεί γιατί αποκάλυψαν την τραγική σου ζωή, την παράδοση της ψυχής σου στον Μαμμωνά και στην ευκαιριακή απόλαυση μιας ηδονής εγωιστικής, διεφθαρμένης, ποντικίσιας και απάνθρωπης. Αυτά τα παιδιά δεν περιμένουν τον Τζορτζ να δώσει τέλος στη ζωή τους, δεν βίωσαν την έσχατη στιγμή μιας εικονικής ουτοπίας, έκαναν ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα για την πραγμάτωση μιας ουτοπίας δίχως ποντίκια. Σήκωσαν το όπλο και έχουν τραβήξει την σκανδάλη προς τον εαυτό τους πρώτα απ’ όλα, επέλεξαν στα 17 τους τον δρόμο της θυσίας κάτι που σκανδαλίζει απίστευτα το υπερπροστατευτικό σου Εγώ. Ακολουθούν τον δρόμο των μαρτύρων και όποιο κι αν είναι το τέλος τους, εσύ ο άνθρωπος-ποντίκι τους θεοποιείς επειδή γνωρίζεις καλά πως μέσα σε μια κίβδηλη κοινωνία, μέσα σ’ ένα κόσμο του αίματος και της δυσωδίας, μέσα στον κόσμο που σ’ έχωσε κάτω από τη γη, σ’ αυτόν τον κόσμο θα υπάρχουν πάντοτε Άνθρωποι που δεν μαγεύονται από τα θέλγητρα της σύγχρονης Κίρκης, αυτής που σε ρίχνει κάτω να οσμίζεσαι τα κόπρανα, να κυλιέσαι στη λάσπη και να θεωρείς τη ζωή σου, ζωή αξιοπρέπειας και ευτυχίας. Το λούγκερ που κρατούν αυτά τα παιδιά και που το στρέφουν απέναντι σ’ ολόκληρο το σύμπαν, είναι το λούγκερ που θα σκοτώσει εσένα κι εμένα και όσους επέλεξαν να σιωπήσουν μπροστά στην κτηνωδία των ποντικιών. Αν δεν μπορείς να εξεγερθείς, τουλάχιστον μη παραμένεις στην άβυσσο των χαμένων ψυχών, ξεκίνησε από τη δική σου νίκη απέναντι στον Εαυτό σου, βάλε φωτιά στη φωλιά σου, μια φωτιά που θα σαρώσει σαν πυρκαγιά όλα τα τρωκτικά, όλες τις φαινομενικές απολαύσεις σου, όλα αυτά που σε καταδυναστεύουν και σε οδηγούν στη μαζοχιστική απόλαυση ενός κόσμου δίχως απολαύσεις, ενός κόσμου που πνίγεται στο αίμα για να μπορούν τα ποντίκια να έχουν τον δικό τους παράδεισο!

Τρομοκράτες


[επειδη αυτή η χώρα πάντα θα γεννά τρομοκράτες]

Δεν είμ' εγώ απλό παιδί, μέλος ενός θιάσου,
εμένα, από μικρό παιδί μου έλεγαν "στοχάσου",
κοίτα ν' αρπάξεις τη φωτιά που κρύβει η καρδιά σου
και να φουντώσεις με αυτή, τη γη που 'ναι σιμά σου,


βάζω φωτιά σ' ωκεανούς, φωτιά βάζω στ' αστέρια,
απλώνω χέρια που κρατούν τα ξύλινα μαδέρια,
φωτιά ανάβω στα βουνά, φωτιά και στους πλανήτες,
φωτιά στα στόματα αυτών που μας θωρούν αλήτες,

φωτιά ανάβω στις καρδιές του κόσμου που κοιμάται,
του κόσμου που - χορτάτος πια - τίποτα δε λογάται,
φωτιά βάζω στα σύννεφα, φωτιά και στη βροχή τους,
φωτια στα έγκατα της γης, φωτιά και στην ψυχή τους,

φωτιές σκορπάω όπου βρω σκλάβους, προσκυνημένους,
φωτιά βάζω στα λάβαρα, φωτιά στους πουλημένους,
μαύρη καπνιά, φριχτή φωτιά θα κρύψει την αυγή τους,
μαύρη θα φλέγεται, σκυφτή, στην κόλαση η ψυχή τους,

φωτιές ανάβω όπου βρω να δουν κι οι πεθαμένοι
πως ο αγώνας αλυχτά για μια ζωή χαμένη,
φωτιές ανάβω να σας πω τραγούδια του θανάτου
γιατι σας σφιχταγγάλιασε, σας έβαλ' από κάτου,

φωτιά στο σύμπαν θα σκορπώ, παιδί του Προμηθέα,
κι ας είναι τα καρφιά φριχτά, μα η ζωή ' ν ωραία,
όλα τα δέντρα, ένα σωρό, θα φτιάξω για μια λάμψη
γιατί φωτιά με έφτιαξε, φωτιά θε να με κάψει!