Κοίταξα τον ουρανό, ήταν θυμωμένος
και απειλητικός. Σαν τον γερο-δάσκαλο που σηκώνει τη βέργα του να χτυπήσει τη
γυμνή παλάμη του μικρού μαθητή. Άμα ξεφεύγεις απ’ την τάξη πάντα θα
αντιμετωπίζεις την τιμωρία. Έλα, όμως, που οι μικρές φωνούλες μού έλεγαν να βγω
έξω, να μυρίσω τον άνεμο που έφερνε την καταιγίδα, να νοιώσω τις ψιχάλες πάνω
στα μαλλιά και το πρόσωπό μου. Ήταν το καθαρτήριο που περίμενε τους αμαρτωλούς
και δεν έπρεπε να λείψω, ήταν η ώρα μου.
Στον δρόμο δεν είχα διάθεση να
σκεφτώ, «σκέφτονται άλλοι για μένα» είπα και γύρισα το βλέμμα μου στην άκρη τ’ ουρανού εκεί όπου έσκασε, για πρώτη φορά, το
φως της αστραπής. Μμμμ, προλαβαίνω – δεν προλαβαίνω, κι αν δεν προλάβω η
αναίσθητη καταιγίδα είναι ικανή να με ξεπλύνει απόλυτα, να αποκαθάρει από μέσα
μου τα στίγματα που (όπως έλεγε ο γερο-Πλάτωνας) είχαν χαραχτεί με φροντίδα
στον κέρινο πίνακα της ψυχής. Βλέπετε, αυτή η βροχή είναι μαζί και νερό και
φλόγα, αυτή διαλέγει τη μορφή της τη στιγμή που η πρώτη ψιχάλα ακουμπήσει πάνω
σου. Κόλαση και παράδεισος, άβυσσος και νήσος των μακάρων, τρόμος και θάρρος,
απόγνωση κι ελπίδα. Διαλέγει και παίρνει.
Το φύλλο, μισοξεραμένο και πεταγμένο
στην άκρη του δρόμου, στριφογύριζε, μια πάνω – μια κάτω, ανάλογα με τις ριπές
του ανέμου που σαν μαύρος καβαλάρης προηγείται της καταιγίδας. Η βροντή είναι
το όπλο του, ήχος τρομακτικός που σβήνει τα πάντα στο πέρασμά του, ήχος που
κάνει τον άνθρωπο να μένει βουβός. Δεν γίνεται να μην τον ακούσεις, είναι τόσο
φοβερός που σε διαπερνά ολόκληρο, δεν ακούς πια από τ’ αυτιά, ακούς από κάθε
κύτταρο του εαυτού σου και πρέπει ν’
ακούσεις, διαφορετικά θα περιχαρακωθείς μέσα στην ασήμαντότητά σου, μέσα
στο θράσος να ελπίσεις πως θα ξανάρθει η καλοσύνη. Όλοι, σκέφτηκα, είμαστε
φύλλα ξεκομμένα από τη μάνα μας, ξερό δέντρο πάνω στο οποίο κάνουν γιορτές και
όργια τα βρύα κι λειχήνες. Έτσι γίνεται πάντα, όταν βρέχει πολύ η ζωή βγαίνει
απ’ το νεκρό σώμα, όμως δεν είναι η ζωή είναι η προσομοίωσή της, είναι η
πρασινάδα πάνω στο μνήμα.
Ακολούθησα τον δρόμο μου, στο μαύρο
σκοτάδι διέκρινα κάπου ένα αμυδρό φως, αυτό που βλέπουν οι καταραμένοι, οι
ποιητές και οι ναυαγοί πιστεύοντας πως είναι η σωτηρία. Είχα ξεχάσει για πού
ξεκίνησα, στο μέσο της διαδρομής είχα ξεχάσει τον προορισμό μου, απλά βάδιζα
και περίμενα την καταιγίδα. Κι αυτή ήρθε, Στην αρχή μου ψιθύρισε λόγια σιγανά
που ακούστηκαν σαν το τραγούδι των σειρήνων, άλλωστε ο άνεμος είχε καταλαγιάσει
λες και μεταλαμπάδευσε σ’ αυτή τη δάδα
για την τελική κρίση. Ύπουλο το νερό με έγλυφε σιγά-σιγά, στην αρχή. Ένοιωσα ν΄
αδειάζω. Στην αρχή έφυγε ο Ηράκλειτος, μετά ο Σωκράτης, ακολούθησε ο Πλάτωνας
με τον Αριστοτέλη, ο Ζήνων, ο Επίκουρος,
ο Διογένης. Όταν η βροχή δυνάμωσε παρέσυρε τους λυρικούς, τους ρωμαίους,
τους χριστιανούς. Ο Λούθηρος με άφησε παίρνοντας μαζί του την «ελευθερία του
χριστιανού», ακολούθησαν οι άγγλοι εμπειριστές, ο Καρτέσιος και ο στοχασμός του
(άλλωστε τι τον χρειαζόμουν πια, είχα απογυμνωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά), ο
Βολταίρος, ο Λοκ, ο Ντιντερό, οι διαφωτιστές με τα δικαιώματά τους, οι
ρομαντικοί, ο Γκαίτε, ο Σίλερ, ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Ντίκενς, ο Μπλέικ, ο
Ρεμπώ, ο Πούσκιν, ο Μπωντλαίρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόγκολ, ο Τουργκένιεφ. Μετά
ήρθε η σειρά των σύγχρονων, Χώθορν, Πόε, Μέλβιλ, Εσσε, Μαν, και τόσοι άλλοι. Οι
φιλόσοφοι έφυγαν πιο αργά και βασανιστικά, τελευταίος ο Νίτσε που χαμογελούσε,
σαρκάζοντας το άδειο σώμα που άφηνε πίσω του. Είχα αδειάσει τελείως, η
βροχή δεν πείραξε τα ρούχα μου, σεβάστηκε την ύλη.
Ξέπλυνε, όμως, ολοσχερώς το πνεύμα μου. Ήμουν πλέον ένα άβουλο ον που είχε
χάσει τον προορισμό του. Δεν είχα συναισθήματα, είχα στραγγίξει πλέον απ’
οτιδήποτε ανθρώπινο, ήμουν το Ον του Παρμενίδη, αιώνια υπαρκτό και αιώνια
ανύπαρκτο.
Ήταν εκείνη η φοβερή καταιγίδα που
άλλαξε τη ζωή μου. Ήταν η ατέλειωτη νύχτα που έβρεχε κόμματα….