(στον Ν. Κυριακίδη και σε όλους όσους γράφουμε για τη δική μας χαρά)
Σαρώσαμε τα έγγραφα που μας κρατούν τα χέρια
κι ύστερα τα τυπώσαμε σε κάδους σκουπιδιών,
μας πλάνεψαν, μας ζήτησαν μη βλέπουμε τ’ αστέρια
παρά σκυμμένοι να ‘μαστε στους τύμβους των νεκρών.
Σκουπίσαμε στα ρούχα μας σταγόνες μελανιού,
χαθήκαμε στο άγνωστο των άπειρων σελίδων,
στερήσαμε τα χρώματα στην κόρη του ματιού
και κοιμηθήκαμε, ξανά, στην άκρη των σανίδων.
Λατρέψαμε το άψυχο κορμί της μηχανής
και στους παλμούς της κάναμε θυσία τη ζωή μας,
βουτήξαμε μεσ’ τα θολά νερά μιας εποχής
που γυροφέρνει, κράζοντας, την «άψυχη» ψυχή μας.
Το σύννεφο που πέρναγε χλευάσαμε οικτρά,
τα χρώματα του δειλινού μας φάνηκαν βαρίδια
σε μια ζωή που διαρκώς σφαλίζαμε φρικτά
σε υπόνομους, σε σήραγγες, σε κάλπικα στολίδια.
Πιστέψαμε πως πιάνοντας το νήμα της ζωής,
στο αιώνιο θα πλέκαμε τον άχρηστο ιστό μας
και πως το σύμπαν θα ‘στεκε κοντά μας μαχητής
θηλάζοντας αιώνια κι άπληστα το μαστό μας.
Πόσοι στ’ αλήθεια πέρασαν παν’ στον πλανήτη αυτό
κοιτάζοντας ν’ αδράξουνε την κάθε ευκαιρία,
ξεχνώντας, όμως, στ’ άπειρο πως κάθε τι νεκρό
μαζί του θάβει άπληστα κάθε ματαιοδοξία.