(στον Marc Guillaume για το Carnaval des spectres)
ο καπνός στριφογυρίζει
γύρω από την παρέα που χλευάζει το αιώνιο,
μακάβρια αγέλη, χέρια που πονούν
χέρια που δεν λατρεύουν,
κορμιά βουτηγμένα στο δειλινό της ζωής,
βλέμμα σβηστό, βλέμμα διπλό
μπροστά και πίσω
και μέσα στον άγριο καπνό χορεύουν
οι καταραμένοι,
όσοι έπιασαν το κτήνος από τα βράγχια, από το πτερύγιο
που σκίζει το πέλαγος,
όσοι δεν πρόλαβαν να φτιάξουν αναμνήσεις,
εικόνες μαστιγωμένες, θύμησες παλιές,
σάπιοι από την καθημερινότητα,
διχαλωτά πόδια και φτερούγες άρπυιας
χλιμίντρισμα καταδικασμένων από το ιεροεξεταστήριο,
άρπαξαν την όστια, τη μάσησαν και την έφτυσαν,
μακάβριος χορός,
ο χορός των νεκρών,
παγωμένη γη, υπόγειες ανταύγειες ανεπαρκούς έρματος,
βαθιά νερά ουράνιων ωκεανών,
ναυάγια από το πρώτο ταξίδι,
η θάλασσα ξερνά φωτιά κι αποκαΐδια,
σκελετοί του μόχθου, ανεπάρκεια ελπίδας,
η άβυσσος αρπάζει σε ρυθμούς σονέτου
αυτά που ονειρεύτηκαν, αυτά που αντιμετώπισαν,
οργή στο ανελέητο μαστίγωμα των οστών,
χολή και ξύδι για κατευόδιο,
είναι ο χορός των νεκρών, των καταραμένων,
καπνός, υπόγλυκεια γεύση ποτισμένης νικοτίνης,
ουσίες και ψωμί,
ζωή περιπλανώμενων, αυταπάτη στησίματος σκηνής
ο θίασος των καταραμένων ουρλιάζει, βογκά, μεθά,
η αυταπάτη της δημιουργίας
εκεί που απέτυχε ο θεός,
τεράστια φωτιά στο κέντρο, τα πάντα καίγονται
τα γλύφουν οι φλόγες
οι φλόγες που θερίζουν νοήματα, υπάρξεις κι αρχές,
οι φλόγες που ροκανίζουν τις ψυχές
που ξεφλουδίζουν τον κορμό της ύπαρξης
τ' αστέρια και το φως τους
τη νάρκη και το θράσος της ζωής,
ο καρνάβαλος γιορτάζει τη θλίψη, την επανάληψη,
την αγωνία του πιστού μπροστά στο χάος,
ο χορός δεν σταματά,
οι καταραμένοι πληθαίνουν,
πληθαίνουν γιατί γεννούν,
ασύστολα, αέναα γεννούν
αυτούς που θα χορέψουν μαζί τους,
στο χορό των καταραμένων, στο καρναβάλι των νεκρών....