Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

S.O.S



Παρέα με τον θάνατο πάλεψα τη ζωή μου,
χορεύοντας στον ήχο απ' τις ορχήστρες λουλουδιών,
στα πράσινα λιβάδια, μυρίζοντας το άρωμα της αυγής,
σε πανδαισία χρωμάτων πίσω απ' την πλάτη των θεών.
Σε καταιγίδες αισθημάτων, στο μαύρο της νύχτας,
στην πλάνη του ανθρώπου για ορθολογισμό,
σε πανηγύρια ξωτικών, σε ληστείες οραμάτων,
σε πλανέματα νυμφών και σε μακελειά ήχων,
κοιμήθηκα στο άγνωστο και ξύπνησα σε πόλεμο,
δοκίμασα τις γεύσεις του αόρατου, λάτρεψα τα χάδια
και τον σπασμό της ηδονής στα αχυρένια πέλαγα.
Ήπια τη θάλασσα της μέθης, τον καπνό της παραίσθησης,
ονειρεύτηκα την ουτοπία, δοκίμασα την άρμη
του άπιαστου φιλιού, τον πόνο της αγάπης,
έφαγα τον απαγορευμένο καρπό, το νέκταρ της ζωής,
σε κυνήγησα και σ' έχασα, λυτρώθηκα, σκλαβώθηκα.
Ξυπόλητος, μίλησα στην πέτρα, άκουσα την οργή του ανέμου,
πλησίασα, έπιασα τη φλόγα που δεν μ' έκαψε,
άνοιξα τον τάφο και τον γέμισα μ' ευχές, με σκιρτήματα καρδιάς,
είδα τους κρύσταλλους να ουρλιάζουν στην αντανάκλασή σου,
την πάχνη να στρώνει κρεβάτια στους λύκους, στα θηρία,
στα τέρατα της ύπαρξής μου.
Φοβήθηκα, ξάπλωσα και αποκοιμήθηκα στη μελωδία της ζωής,
στο πάθος του έρωτα, στην άσβηστη φλόγα μιας λαμπάδας
που μοσχοβολούσε λιβάνι και δάκρυα.
Μίλησα με τα πουλιά, πέταξα μαζί τους, ανάλαφρα κι αθόρυβα,
βυθίστηκα στο έρεβος μιας αδαμάντινης λάμψης, μιας κηλίδας ωχρής,
παρέα με το θάνατο πάλεψα τη ζωή μου...

Η Γέννηση ξανά.



Τ΄ άστρα έπαψαν να γελούν τη νύχτα,
ο δρόμος χάθηκε, πνίγηκε στο σκοτάδι,
οι μάγοι δε θάρθουν.
Ερινύες έπλεξαν το πέπλο της σιωπής,
λυγμοί και βογγητά φτιάνουνε το υφάδι
των δούλων που στενάζουν.

Ξέφρενα πάθη, κολασμένες ψυχές,
πλαστή ζωή σε ματωμένα χέρια,
ο Διγενής θα σφαγιαστεί στ’ αλώνι.
Γρήγορα φαγητά για σύντομη ζωή,
σκεπή της πλάσης του χάρου τα πανέρια
γεμίσανε τη γη με μαύρο χιόνι.

Οι φαρισαίοι γλεντούν μεσ’ τη χλιδή
πλούτου που συσσωρεύτηκε μ’ ανθρώπινα κουφάρια,
ξερνά χολή και θάνατο το μαύρο το νερό!
Νεκροί μαζί και ζωντανοί μέσα στην έπαρσή τους,
βγαίνουν απ΄ τα λαγούμια τους σαν τυφλωμένα ψάρια
γιατί το αίμα των λεπρών τους φέρνει στον αφρό.

Υποκριτές γρυλίζουνε στο βούρκο τους χωμένοι,
φορούν μανδύες, πόρπες κι αστραφτερά φορέματα
στη λάσπη τους χορεύουν το βαλς της ενοχής.
Τα χοιροσφάγεια αργούν, μα θάρθουν κάποια μέρα,
τότε του κόσμου οι ερημιές γόνιμες θα γενούν μ΄ αίματα
κι οι άγγελοι θ’ αναγγείλουν τον ερχομό μιας άλλης εποχής.

Τότε, μέσα στους πρόσφυγες της γης, στους σκλάβους που στενάζουν,
τότε, χωρίς ορχήστρες και γιορτές, χωρίς άλλα πλανέματα,
Χριστέ με τη ρομφαία σου θα ξαναγεννηθείς!

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Ο Φόβος τρώει τα σωθικά




[εμπνευσμένο από τον Ρ. Μ. Φασμπίντερ]

Φοβάσαι τη στροφή του δρόμου,
το άγνωστο είναι πέντε βήματα μακριά
και αισθάνεσαι την ύπαρξή του.
Είναι κολασμένο, αχόρταγο, ασταμάτητο,
είναι ο θεριστής των ψυχών!
Διστάζεις, οπισθοχωρείς, πάντα σε τρόμαζε το άγνωστο,
φοβάσαι να φωνάξεις, φοβάσαι να υπάρξεις,
φοβάσαι να είσαι, απλά, ο εαυτός σου.
Μέσα σου ματώνεις, σταγόνα - σταγόνα
ο πανικός γίνεται χείμαρρος,
η βροχή θεριεύει τον πανικό, ζωντανεύει το θηρίο.
Δεν υπάρχει ανάχωμα...φοβάσαι...
κι αυτός ο φόβος σου τρώει τα σωθικά,
σου πλημμυρίζει το μυαλό, σου κόβει τα γόνατα.
Ματώνεις παντού, ο σταυρός σου κουβαλάει χιλιάδες καρφιά,
πνίγεσαι στη λάσπη, το πηχτό χώμα σου φράζει το στόμα,
γεμίζει τα πνεμόνια σου, ξερνάς χολή.
Λησμόνησες το δρόμο, χάθηκες στη δύση του ίσκιου σου,
απαρνήθηκες τ' αρώματα της φύσης, τη λατρεία του ήλιου.
Ο φόβος τρώει τα σωθικά σου, μαράθηκες πριν καν ανθίσεις,
ο ρόγχος του πλάσματος της νύχτας σκορπά το μοιρολόι
μιας ζωής χαμένης.
Φοβάσαι τη στροφή του δρόμου,
τα πόδια πλήγιασαν από τα δεσμά τους,
μέσα σου καλπάζει ο μαύρος θάνατος ανεμίζοντας τα λάβαρά του,
είσαι το τρόπαιο που πάντα θα αναζητά.
Γονάτισες, ο φόβος σε τσάκισε, σου ξερίζωσε τα σπλάχνα,
γίνεσαι έρμαιο στην καταιγίδα που θα έρθει.

Εμείς σε περιμένουμε, στήνουμε τις παγίδες στον όλεθρο,
οδοφράγματα στον φόβο, κυματοθραύστες στη λύσσα του θηρίου.
Φοβάσαι τη στροφή του δρόμου
κι ο φόβος σου τρώει τα σωθικά....
όμως, σε πέντε βήματα είμαστε εμείς, είσαι εσύ!