Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Οι μέρες κρατούν όπλα.






Είπα να γράψω ένα ποίημα
για κείνες 'κει τις μέρες, τις δύσκολες, τις φοβερές, τις θλιβερές,
τότε που μίλαγα στο κύμα,
όταν στα βράχια του γιαλού ξεσπούσαν μπόρες κ  αστραπές,
όταν τα φώτα έσβηναν και χάνονταν οι κίτρινες ανταύγειες τους
στης τρικυμίας το μουντό, λαχανιασμένο βήμα,

τότε που ο κρόκος χάνονταν αφήνοντας σαν χνούδι, ολόγυρα,
κίτρινη γύρη να σκορπά στον άνεμο,
τότε που ο κλέφτης σκόρπιζε τ' αδύναμα κλωνιά του παράμερα
για να μη δει κανένας το δύστυχο χρυσάνθεμο
που τσακισμένο κείτονταν στη νοτισμένη γη και έκλαιγε απόμερα
ανάθεμα στην κόλαση, ανάθεμα στην άβυσσο.

Σκληρή η σιωπή του απέραντου θαλάσσιου στοιχειού,
μαύρη βουή κι αναμονή μήπως αρθρώσει λέξη,
με πηγαινέλα σάρωνε την άμμο του γιαλού
και γκρέμιζ' όσα με στοργή η γαλήνη είχε πλέξει.

Του ψιθύρισα ότι οι μέρες που ‘θάρθουν θα κρατάνε τα όπλα,
θα σηκώσουν σημαίες, λάβαρα της γης, παντιέρες του ανέμου,
του μίλησα για το γήρας μιας πατρίδας χαμένης, που τα έχασε όλα,
για το άνυδρο φως που ξεραίνει την πλάση, για σφαγές κι ερινύες
που θα έβγουν πετώντας απ’ τους τάφους μαχών, απ’ τους τάφους πολέμου,

του εξήγησα ότι όταν η οργή θα κοχλάζει, όταν το ξύλο του σταυρού
θα γεμίσει με χιλιάδες σταυρωμένους, όταν τα παιδιά δεν θα βγουν στις αλάνες
κι η άνοιξη δεν θ’ ανθίζει λουλούδια, τότε η ανάγκη κι η θλίψη του καιρού
που ζυγώνει, θα σκορπίσει στο λυκόφως τις κραυγές απ’ τις μάνες
που θ’ ανοίξουνε στήθη την οργή να θηλάσουν, να χτυπήσουν καμπάνες,

του απάντησα ότι στην ανάσα του λύκου, στη μανία των υδάτων,
θα φυτέψουμε λόγχες που θα σκίσουν την πλάνη, την απάθεια και τον φόβο,
θα σηκώσουμε ασύλληπτους και πελώριους υδατοφράκτες
να συντρίψουν με πείσμα την ορμή των τεράτων,
θα μπολιάσουμε δέντρα με το μπόλι του πλήθους, της θυσίας και της πάλης,
θ’ αναστήσουμε όλες τις στρατιές των ηρώων και θα γίνουμε κράχτες
της στιγμής που ζυγώνει, της ζωής που ανατέλλει πάντα μέσα απ’ τις στάχτες,

του εξήγησα πως ο,τιδήποτε κι αν κάνει, μ’ όσο μίσος κι αν χτυπάει
τον ορίζοντα ετούτο, στη λήθη θα χαθεί και τον όλεθρο ζητάει
γιατί εμείς είμαστε αφέντες της ζωής μας και του  τόπου
που αιώνες, αδιάκοπα, αντιστέκεται, παλεύει και πάει.

Αυτά άκουσε το κύμα και σιγά αποτραβιέται απ’ τα βράχια εκείνα
που γενήκαν, μ’ ανθρώπινη πάλη, των υπάνθρωπων μνήμα.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΑΠΟΛΟΓΙΑ {Ν. Κυριακίδης}

[με ειδική αφιέρωση - ευχαριστώ πολύ]

Η ώρα ήταν τρείς.
Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ποιήματα θα γράφω…




[στον Δημήτρη για τη δύναμή του και το θάρρος του...]



Όσο βαριές ειν’ οι καρδιές και στάζουνε φαρμάκι,
όσο  πονάν τα σωθικά, τα τρώει το σαράκι
στ’ άψυχα στενοσόκακα, στης θλίψης μας το άστρο,
τόσο θα γράφω ποίηση τη μοίρα μας ν’ αλλάξω.

Όσο τα νυχτολούλουδα μαραίνονται στη γλάστρα,
όσο του κόσμου η βουή γύρω υψώνει κάστρα,
όσο τ’ αστέρια στέκονται και μας θωρούν γελώντας
τόσο στιχάκια θα περνούν στα σύννεφα πετώντας.

Όσο η ανθρώπινη ζωή θα ψάχνει μετερίζι
για ν’ αμυνθεί στο άγνωστο που η μοίρα το ορίζει,
όσο ο πόνος στις ψυχές θα ορθώνεται με πάθος,
τόσο θα γράφω στο χαρτί της ζήσης μας το λάθος.

Όσο τ’ ανθρώπου η ψυχή θα λούζεται στο χιόνι,
όσο την κάνουν οι καημοί να σβήνει, να ματώνει,
όσο η άβυσσος θαρρεί πως τρέφει την ψυχή μας
τόσο στο άσπρο του χαρτιού θα γράφω τη ζωή μας.

Όσο θα μας πληγώνουνε οι θύμισες κι η νιότη,
όσο εικόνες πλάθουμε που μας γεμίζουν σκότη,
όσο στη γη που είμαστε δεν βρίσκουμε πατρίδα
τόσο η πένα θα γυρνά την κάθε μου σελίδα.

Όσο θα βλέπω στις ματιές των άνθρωπων τα πάθη,
όσο αργεί η ανάσταση που σβήνει όλα τα λάθη,
όσο κουρνιάζουν οι λαοί φοβούμενοι το σκότος
τόσο θα γράφω ποίηση και θα βαδίζω πρώτος

στις άγριες τις συμπλοκές, στις μάχες της ημέρας,
θα γίνομαι, στους στίχους μου, ο κυνηγός στο τέρας
που φώλιασε και τρέφεται στον κήπο της ψυχής μας
μα δε λογάει να σταθεί αντίκρυ στην ορμή μας.

Στίχους, λογάκια έρημα, μαύρες μικρές αράδες,
θα φτιάχνω για να γίνονται, συνέχεια, λαμπάδες,
να φέγγουν που της ποίησης θα ρίξουμε τα βέλη,
να σπάσουμε τα σίδερα που μας κρατούν τα μέλη,

να δείξουμε ολόγυρα στον κόσμο των κυκλώπων
πως η ελπίδα βρίσκεται στις ρίμες και στα δίστιχα,
στην πάλη, την καθημερνή, όλων των συνανθρώπων.


Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Χτύποι.





Βαριά ακούγεται η φωνή της πέτρας που ραγίζει
στης σιδεριάς την άκαρδη, θανάσιμη ορμή,
βαρύς ο ήχος της βροντής που κρύβει τη φυγή
όταν ο κτύπος της βροχής τον φόβο ροκανίζει.

Μακριά ακούγεται συχνά, το χτύπημα της μέρας
στου σκοταδιού το άρρητο τείχος που ‘χει στηθεί,
εμπόδιο κι ανάχωμα στου στίχου την τροπή
για να ‘μποδίσει τις ριπές που ρίχνει ο αγέρας.

Χτύποι αυλακώνουν τη σιωπή της φύσης που δακρύζει
στου καντηλιού τη φλόγα που πάει να λυτρωθεί,
γιατί, μερόνυχτα πολλά, στου ονείρου την αυλή,
τον  Άνθρωπο περίμενε και το αίμα της στραγγίζει.

Ήχοι μουγκοί και συνεχείς, χτυπήματα γερά,
σε κάθε σπίτι ανάβουνε μια φτωχική λαμπάδα
ν’ αντισταθμίσουν μισιακά του ήλιου τη θαμπάδα
που δεν τολμά τη χαραυγή να δείξει φανερά.

Χτύποι καμπάνας αντηχούν στα πέτρινα σοκάκια,
σκυφτές φιγούρες περπατούν μασώντας την οργή
γι αυτό που δεν κατάφεραν να νοιώσουνε στη γη,
κι αδιάκοπα λικνίζονται σα ρείκια στα χαντάκια.

Όλ’ η ζωή μας γέμισε μ’ αλλοπαρμένους χτύπους,
χτύπους ελπίδας, προσμονής και λύτρωσης συνάμα,
χτύπους που μας μαγέψανε προσμένοντας το θάμα
που θα μας πάρει, συντροφιά, να βρούμε τους θεούς.

Κι όμως, καλά γνωρίζουμε, αλλά το λησμονούμε
ότι ο χτύπος της καρδιάς είναι μοναδικός,
είναι αυτός που μέσα μας στέκεται σα φρουρός
στο άγνωστο βαδίζοντας, το γνώριμο να βρούμε!

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Το Κελλί [Δ. Κατσουρόπουλος]



Αγάπα το κελλί σου λέω
τρώγε το φαί σου όλο
διάβαζε πολύ

Αγάπα το κελλί σου λέω
τρώγε το φαί σου όλο
διάβαζε πολύ

Σαν και σένα ήμουν κι εγώ
παιδί άμυαλο μικρό

Σαν και σένα ήμουν κι εγώ
γι'  αυτό τώρα σ' αγαπώ

Αγάπα το κελλί σου λέω
τρώγε το φαί σου όλο
διάβαζε πολύ

Αγάπα το κελλί σου λέω
τρώγε το φαί σου όλο
διάβαζε πολύ

Κι όταν σου
ζητάν απαντήσεις
μ'  ερωτήσεις ν'  απαντάς

Κι όταν σου ζητάνε
τις λύσεις
εσύ να χαμογελάς

Αγάπα το κελλί σου λέω

Ελένη [Δημήτρης Κατσουρόπουλος]

ΕΛΕΝΗ

Θέλω να
τραγουδήσω για
την Ελένη
που
στα γράμματά της
γ ρ ά φ ε ι

Σε σκέφτομαι

Θέλω να
κάνω κάτι
κοντά της
να βρεθώ

Ψάχνω
να βρω
τις λέξεις
πως να της
το πω

Άκουσε τα
λόγια μου
Ελένη
και
χαμογέλασε

Άκουσε τα
λόγια μου
Ελένη
το τραγούδι
τ έ λ ε ι ω σ ε

ΩΔΗ ΣΤΟ FACEBOOK!



Σε συνάντησα μέσα στο παγκόσμιο κλίμα
μα ποτέ μου δεν είδα πως σκοτώνεις το ποίημα,
αυτό που θα έγραφα τότε που κυλούσαν οι λέξεις
για να πουν στον αέρα πώς μονάχος θ' αντέξεις

ώρες κρύες, φευγάτες, λιγοστές και θλιμμένες
να κοιτάζεις, σαν ξένος, να στοιχίσεις βρεγμένες,
άσπρες, άδειες, ανούσιες και κρύες σελίδες
γιατί τίποτε δεν άκουσες και ποτέ σου δεν είδες!

Σε συνάντησα κάπου στου δικτύου την πλέξη
όταν έψαχν' ανθρώπους για να πω μία λέξη,
όταν γύρω, με μανία, καιγόντουσαν όλα,
πεταλούδες σκοτώναν τα ανθρώπινα βόλια.

Εκεί βρήκα μέσα στο χαμένο κορμί σου,
του ανθρώπου τα πάθη, της ψυχής φυλακή σου,
ήταν όλα απλωμένα και μπροστά αραδιασμένα
λες κι ελπίζαν να σώσουν τον πλανήτη κι εμένα.

Σε συνάντησα κι είδα στη ματιά σου την Κίρκη
να μαγεύει με πλάνες, με ματιά αποσπερίτη,
κάθε πλάσμα που ψάχνει, αιώνια, θλιμμένο
την απάντηση, στην ερώτηση που 'ναι μπλεγμένο.

Σε συνάντησα κι ειπα πως ποτέ μου το ψύχος
δεν θα είχε μνημείο που να φτάνει τέτοιο ύψος,
σε κατάλαβα, σε βρήκα, σε στοχάστηκα κι όμως
ποτέ δεν φαντάστηκα πως ο άνθρωπος ζει μόνος!

Σε κατάλαβα κι είδα, του προσώπου σελίδα,
πως η ελπίδα που δίνεις είναι πάντοτε φρούδα!