Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Διαβάζω την αιωνιότητα.



(στον Ν. Κυριακίδη και σε όλους όσους γράφουμε για τη δική μας χαρά)

Σαρώσαμε τα έγγραφα που μας κρατούν τα χέρια
κι ύστερα τα τυπώσαμε σε κάδους σκουπιδιών,
μας πλάνεψαν, μας ζήτησαν μη βλέπουμε τ’ αστέρια
παρά σκυμμένοι να ‘μαστε στους τύμβους των νεκρών.

Σκουπίσαμε στα ρούχα μας σταγόνες μελανιού,
χαθήκαμε στο άγνωστο των άπειρων σελίδων,
στερήσαμε τα χρώματα στην κόρη του ματιού
και κοιμηθήκαμε, ξανά, στην άκρη των σανίδων.

Λατρέψαμε το άψυχο κορμί της μηχανής
και στους παλμούς της κάναμε θυσία τη ζωή μας,
βουτήξαμε μεσ’ τα θολά  νερά μιας εποχής
που γυροφέρνει, κράζοντας, την «άψυχη» ψυχή μας.

Το σύννεφο που πέρναγε χλευάσαμε οικτρά,
τα χρώματα του δειλινού μας φάνηκαν βαρίδια
σε μια ζωή που διαρκώς σφαλίζαμε φρικτά
σε υπόνομους, σε σήραγγες, σε κάλπικα στολίδια.

Πιστέψαμε πως πιάνοντας το νήμα της ζωής,
στο αιώνιο θα πλέκαμε τον άχρηστο ιστό μας
και πως το σύμπαν θα ‘στεκε κοντά μας μαχητής
θηλάζοντας αιώνια κι άπληστα το μαστό μας.

Πόσοι στ’ αλήθεια πέρασαν παν’ στον πλανήτη αυτό
κοιτάζοντας ν’ αδράξουνε την κάθε ευκαιρία,
ξεχνώντας, όμως, στ’ άπειρο πως κάθε τι νεκρό
μαζί του θάβει άπληστα κάθε ματαιοδοξία.

Νοσταλγία.






Ο «νόστος» κάθε ποιητή ειν’ η στροφή του στίχου
όταν γυρνώντας πίσω του, στην άσκημη στιγμή,
ψάχνει την έξοδο να ‘βρει στα όρια του τοίχου.

Η νοσταλγία στο παιδί μυρίζει άγριο κρίνο
γιατί μάταια αναζητεί αυτό που το συντρόφεψε και έχει πεταχτεί
και με λυγμούς τ’ αναπολεί στον βραδινό τον ύπνο.

Στους εραστές η θύμηση του πάθους της στιγμής
ουράνια καμώματα φέρνει στη θύμησή της,
το άγριο φτερούγισμα μιας ώρας που πονά, μιας ώρας μαγικής
θα τους θυμίζει πάντοτε την ώρα της καρδιάς τους,
τότε που συγκλονίζονταν ο ορίζοντας κι η γης
στον χαρωπό μικρόκοσμο της άγριας αγκαλιάς τους.

Στον άνθρωπο που μοναχός τραβά δύσβατο μονοπάτι,
η νοσταλγία συντροφιάς κι ο πόνος των δικών  του
στριφογυρίζει πάνω του, στραγγίζοντας φρικτά
ότι χαρά του στέρησε  ο χτύπος των καρφιών του.

Η θύμηση αμέριμνων και παιδικών στιγμών,
τ’ άγρυπνα βραδινά, τη μάνα την τσακίζει
γιατί θωρεί πως έχασε αυτό που ασταμάτητα
φρόντιζε σαν κλαρί και βόηθαγε,
 αγέρωχα, ποτέ του μη λυγίζει.

Ο άνθρωπος που ξέχασε το νόημα της ζωής,
αυτός που εγκατέλειψε το νήμα της ψυχής του,
αυτός που ξέχασε: μοναδικός δε βρίσκεται κανείς
αλλά με άλλους κουβαλά τα βάρη της ζωής του,
αυτός ο λύκος μοναχός δεν νοσταλγεί ποτέ
γιατί δεν έζησε ποτέ τον μύθο της κραυγής του,
δεν είδε το ξημέρωμα, δε μύρισε, στη μοναξιά,
 το ξέσπασμα των λουλουδιών
 και πουθενά δεν άκουσε να τραγουδούν πουλιά
φωνάζοντας πως ξέχασε να ζήσει τη ζωή του.

Ν. Κυριακίδη: Τρία κίτρινα



ΠΙΚΡΟ ΠΟΥΛΙ
( πρώτο κίτρινο)
Ένα κίτρινο πουλί, κατέβηκε πολύ χαμηλά.
‘’Θα βρέξει’’
Με κοίταξε στα μάτια
Καταλάβαινα τη γλώσσα του:
‘’Είσαστε όλοι μαστρωποί’’
Έμενε σχεδόν ακούνητο,
απέναντι έλεγε ‘’ταχυφαγείο’’.
Στιγμές-στιγμές σαν να παίζαμε το παιχνίδι της επιβολής.
Ποιός θα στρέψει πρώτος το βλέμμα αλλού.
Εγω θα χάσω.
Γιατί πουλί δεν είμαι,
γιατί έπαιξα με τον χρόνο,
δεν είμαι ευαίσθητος στα ιόντα,
γιατί έχω φάει απέναντι.
Αυτό έχει φάει,
μόνον με ρυθμό.



HELPLESS
(δεύτερο κίτρινο)

Πήραν τα μάτια μου φως
Κανείς δεν θάρθει
Δεν έχω βαρίδια στις τσέπες
στα πόδια, έχω.
Περιμένω
Κίτρινα λουλούδια
Με τον θεό τους για γύρη
Και μια συγκατάβαση το πολύ,
για κάποια μικρά,
για λίγο χρόνο.
 




Ένα μήνυμα σε άγνωστον αποδέκτη
(τρίτο κίτρινο)


Εχω στο μυαλό ένα ξεκούρδιστο καναρίνι
Δεν μπορεί ούτε να φοβάται, πια.
Μόνον σιωπά κρυώνοντας
Μόνον κρυώνει μ΄αξιοπρέπεια