Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Σταυρωμένο ρόδο.





Σάπισαν χάλκινα καρφιά στα πέταλα χωμένα,
το μύρο απ’ το λάδι του σταμάτησε στη γη,
λίμνη δακρύων πάγωσε στην άτολμη αυγή
και τα πουλιά τραγούδησαν, για λίγο, αγχωμένα,

ήταν το μαύρο σύννεφο που κοίταζε λοξά,
τη νύχτα που  ξεφόρτωνε του πέπλου τη σιωπή,
τον όλεθρο που φάνταζε ολόρθος να σταθεί
για να αρπάξει τις ψυχές πριν φύγει βιαστικά.

Το άμοιρο κοτσάνι του σφικτά αγκαλιαζόταν
με την καρδιά του κόκκινου που βάσταγε ακόμα,
φιλί επρόσμενε, θαρρείς, κι απ’ το δικό σου στόμα
για να ξανάβρει στο σταυρό όσα ονειρευόταν,

δεν ήξερε γιατί ψηλά στο ξύλο το καρφώσαν,
δεν γνώριζε την άδικη μοίρα του μαρασμού
κι απάνω στην ακμάδα του, φέγγος του πειρασμού,
τον πόνο αναπάντεχα γνώρισε σαν το ‘κόψαν.

Στης ιστορίας τις λευκές σελίδες που αγνοείς
τα σταυρωμένα ρόδα μας ποτίσανε τις άκρες
γιατί σαν κάνεις τη στροφή τις άλλες για να δεις
αίμα, οργή, κακό πολύ, θα βρεις μέσα στις λάσπες.

Η ευτυχία σβήνεται καθημερινά στη γη
γιατί βαλθήκαν μερικοί τα ρόδα να σταυρώσουν,
η φάτνη της αγάπης μας φαντάζει μακρινή
και ανελέητα αρπάν’ τα ρόδα πριν μυρώσουν,

χιλιάδες στήνονται σταυροί, μαύρη καταπακτή,
στα ρόδα να θυμίζουνε τον θάνατο των σκλάβων,
όλων εκείνων που τολμούν να νοιώσουν  στη ζωή
τη μυρωδιά  που πλάνεψε τον κόσμο των πλασμάτων.

[«το ρόδο που σταυρώνεται προτιμά ν’ αποκτήσει επίγνωση της αναγκαιότητας και της φιλοσοφίας» / Γ. Φ. Χέγκελ, Η Φιλοσοφία του Δικαίου]

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Οι φίλοι γράφουν ποίηση:

Η Ανεργια των νέων

Επαλεψα εσπουδασα
Και προκοπη δεν ειδα
Χαμενα τα ξενυχτια μου
Χαμενη κι ελπιδα

Ξεριζωμος είναι πικρος
Μεγαλη ανηφορα
Ειν η ελπιδα μου εμπρος
Βουνο αρχιζει τωρα

Πως περιμενουν τα παιδια
Να είναι φτυχισμενα
Όταν μπροστα τους τα στενα
Ειν όλα τους κλεισμενα

Ετσι μας φευγουν τα παιδια
Μας φευγει η ζωντανια
Παει το αιμα μας αλλου
Σε μακρυνα λιμανια


Μιλτος

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Οι φίλοι γράφουν ποίηση:

Τα άρρητα.

Θυμάμαι…
Τα συναισθήματα τα άρρητα, τα ανομολόγητα
Θυμάμαι…
Τα παθιασμένα φιλιά πιασμένα στο δίχτυ της φαντασίας
Τα παλλόμενα κορμιά περίτεχνα αγκαλιασμένα
Τα δροσερά σεντόνια
Τις μισόκλειστες γρίλιες τα καλοκαιρινά απομεσήμερα
Τα πέλματα που βουλιάζουν στην καυτή άμμο
Το νερό της θάλασσας που τυλίγει ηδονικά το κορμί
Τα ρίγη της ηδονής
Τα σώματα που δονούνται
Τα αισθήματα που δονούν
Τα καυτά φιλιά… θυμάμαι…
Τα άρρητα, τα ανομολόγητα αισθήματα.



ΕΡΩΣ. ΕΡΕΒΟΣ και ΦΩΣ

[Ν.Β.]

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

χάθηκα...

[για τον Αλέξη, προσπάθησα να "βρεθώ στη θέση του" 4 χρόνια μετά...]

μεγάλωσα δυο-τρία χρόνια, τα μαλλιά μου μάκρυναν
κάποιες τρίχες πύκνωσαν στο πηγούνι μου,
ψήλωσα μερικούς πόντους, έδεσε το σώμα μου,

λαχτάρησα την ανεμελιά των εφηβικών χρόνων,
το παιχνίδι της πλατείας, τη σχολική παρέα μου,
τα κορίτσια που πειράζαμε τις ώρες του ίσκιου,

κοίταξα τα σύννεφα και μου φανήκανε βαριά,
τ' άρβυλα με κτυπήσανε στα πόδια,
τρέχουμε να κρυφτούμε μακριά απ' τα παιδιά,

τίποτα δε μαρτύρησε σε 'σας το πρώτο μου το αίμα,
η μάνα μου θυμήθηκε πως είμαι μακριά,
λείπω καιρό από το σπίτι και δεν τρώω,

οι φίλοι μού 'γνεψαν και μού 'παν σιγανά
να φυλάγομαι από τ' αδέσποτα σκυλιά στους δρόμους,
να μην ξαπλώνω στα παρτέρια, να μη μιλώ στα άστρα,

στέκομαι μοναχός και σιγοψιθυρίζω στην αύρα του καλοκαιριού,
στη θαλασσινή αρμύρα ανοίγω την ψυχή μου,
την πέτρα νοιάζομαι γιατί αγκομαχά

τόσα κορμιά, τόσους ανθρώπους να σκεπάσει,
προσπάθησα να ρίξω πίσω μια ματιά
και μαύρα πέπλα μού 'κρυψαν της ζήσης μου το δάκρυ,

νοιώθω την καρδιά μου να γυρνά σε τόπους πυρωμένους,
σ' εδάφη πλαγιασμένα από το βάρος του καρπού
που μέσα τους φυτέψαν ολόιδιες φιγούρες τραγικές,

το σκίρτημα του έρωτα, τη ζέστη της αγκάλης,
αναζητώ στα σύννεφα, στης μέρας τον παλμό
και σας χαρίζω, απλόχερα, γι αυτό που έχω χάσει

ένα χαμόγελο γλυκό, ένα βλέμμα τρυφερό.

[στο φίλο μας που λείπει]

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρηδες.



τ' όνειρο ξετυλίχτηκε απ' το κόκκινο κουβάρι,
σκόρπισε κάτω,
σάρωσε τη γη τη ματωμένη,
πλεχτό σκέπασε σιωπηλά τ' ανθρώπινο κουφάρι
το στόλισε, το μύρωσε,
καλύπτοντας πληγή χαρακωμένη,

το νήμα αγκάλιασε γοργά τον ήχο των σπασμών,

γύρισε κοίταξε λοξά
τα γράμματα στους τοίχους,
έκανε με την πλέξη του εικόνες εραστών
και χαμογέλασε αχνά
στους άγραφους τους στίχους,

η άκρη του λαμπάδιασε στο κόκκινο χαμένη,
σκορπίζοντας τη σπίθα της
στα μάτια των παιδιών,
γονάτισε και στίβαξε στη φλόγα της λουσμένη
βαρέλια με μπαρούτι
στα χέρια αγωνιστών,

χρώμα και χώμα έγιναν στο θάνατο ασπίδα,
μάτια θολά, ανάστατα,
είδαν το φονικό
χρόνια πολλά καρτέραγε μ' αμείωτη ελπίδα
κάστρα ψηλά και άπαρτα
να θάψουν το θεριό,

κι όλο προσμένει, απ' τ' άπειρο, κάποτε να φανεί
η άλλη η άκρη του κοντά
στο τέλος ν' αχνοφέγγει,
των μαρτύρων η παρέλαση να μην ξαναγενεί,
μα η γιορτή της λύτρωσης
τ' όνειρο ν' ανασταίνει
γιατί η πλέξη έδεσε, απίστευτα γερή.