Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

καθημερινότητα

το νερό σταμάτησε στ' αυλάκι,
ο ήλιος δεν ζεσταίνει πια,
το πρωινό αγκάλιασε το δείλι,
ο έρωτας φτερούγησε μακριά..

το χρώμα ξεθωριάζει στην κορνίζα,
το σπίτι πάγωσε τη νύχτα,
τα σκυλιά ολόγυρα γυρνούν,
κανένας δεν μιλάει με τη μοίρα
και τα παιδιά, απέξω, δεν γελούν.

Η μέρα μας γελάει ειρωνικά,
ο ουρανός ξεκρέμασε τ΄αστέρια
κι ο διπλανός μας πια δε μας μιλά,
τα άνθη ξεραθήκαν στα παρτέρια
και οι θεοί μας φύγαν μακριά...

το αίμα στέρεψε απάνω στις πληγές μας
κι η μοναξιά στειρώνει τις νυχτιές μας,
ο Γολγοθάς ανάποδα γυρίζει
και ο σταυρός στον άνεμο σφυρίζει
γιατί απάνω του οργιάζουν αρπακτικά..

πόσο σκληρά βιώνουμε την καθημερινότητα!

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ένα ευχαριστώ, μια νύχτα του χειμώνα…



(για κάποια 'ευχαριστώ' που ποτέ δεν ήρθαν...)

πλανήθηκα στην έρημη ακτή των κοραλλιών,
ανταύγειες οι ελπίδες μου στην κόκκινη αυγή,
λογάριασα πως ήμουνα στην πύρινη λαβή
δαχτυλιδιών που γύριζαν στις πλάτες αστεριών,

κοίταξα κάτω, ταπεινά, την άμμο την ξανθή,
έχωσα τις παλάμες μου στις δίνες του ονείρου,
προσπάθησα να βρω ξανά στις όχθες του απείρου
τον ψίθυρο που έλουζε φιγούρα ταπεινή,

ορκίστηκα πως τίποτε δεν θα λυγίσει πάλι
τ’ ατσάλι που στολίσαμε με πέτρες λαμπερές,
πως στη ζωή που χάραξα σε έρημες πλαγιές
μοναδική ανάσα μου ειν’ η σκληρή μου πάλη

απέναντι στις θλιβερές, μοναχικές νυχτιές.
Κοίταξα πέρα, μακριά, στα λάθη της ζωής μου,
έψαξα να ‘βρω μαγικούς ήχους της συντριβής μου
κι αντίκρισα εικόνες μου να στέκουν σιωπηλές.

Πίστεψα, απ’ τον άνεμο που τα βουνά αγκαλιάζει
θε να ‘ρθει και σε μένανε κουβέντα μαγική,
το ‘φχαριστώ που χτίσαμε σαν λύση τελική
ν’ ακούσω και να ορκιστώ  «τίποτα δεν αλλάζει».

Βαρύς, ασήκωτος, μουντός ο ήχος της σιωπής
μου θύμισε πως την ψυχή, τη φλόγα της ζωής μας,
μόνοι μας τη στηρίζουμε και θα ‘ναι η ύπαρξή μας
δίχως κανένα «ευχαριστώ», των άλλων κιβωτός.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Γάζα


 [χάρις στον Bob Dylan]


πόσους αγώνες θα κάνει κανείς
προτού αντικρίσει το φως;
πόσες φορές θα σκύψει στη γη
πριν καταλάβει πως ειν' δυνατός;
πόσες σταγόνες ιδρώτα θα φτιάξουν κεριά
για να διώξουν τη νύχτα το φόβο,
πόσες κραυγές θ' ακουστούν μακριά
να πειστείς πως ποτέ δεν σ' αφήνουμε μόνο,
πόσα παιδιά θα χαθούν στον καπνό
της οβίδας που πέφτει με κρότο,
πόσες ψυχές θα χαθούν στο λεπτό
για να ζήσουν αυτοί δίχως κόπο;

Η απάντηση είναι εδώ, ειν' μπροστά
και δεν χάνεται στου ανέμου το ρεύμα,
η απάντηση ειν' εδώ, λαμπαδιάζει ξανά
στων ανθρώπων την πάλη να πνίξουν το ψέμα!

πόσα πουκάμισα θα γίνουν σημαίες,
πόσα κεφάλια θ' αντικρίσουν το τέρας,
πόσα πορτόφυλλα θα κλείσουν μητέρες
νεκρά σα θα 'ρθουν τα παιδιά τους στο τέλος της μέρας;
πόσοι ανθρώποι θα δούνε το χέρι
της μαύρης κουκούλας που μιλάει στον χάρο,
πόσοι στην καρδιά τους θα νοιώσουν μαχαίρι
επειδή, με το αίμα τους, ορθώσαν τον θεόρατο φάρο;
πόσοι λαοί θα σαπίσουν στο χώμα
γιατί άλλοι τους κρύψαν τον ήλιο,
οι αλυσίδες, πόσους θα κάνουνε λιώμα
για να στήσουν της φρίκης βασίλειο;

Η απάντηση χαιδεύει του ήλιου την άκρη,
οι θεοί τη σκορπίσαν στη γη μας σαν μπόρα
που θα 'ρθει, θα σαρώσει, θα βλαστήσει
τον σπόρο της ζωής, του αγώνα που κάνουμε τώρα!


μέχρι πότε ο άνθρωπος θ' ανάβει καντήλια
να θρηνεί τις ζωές που χαθήκαν στην πάλη,
μέχρι πότε θα φοράμε τα μαύρα μαντήλια
επειδή τη ζωή μας καρπωθήκανε άλλοι;
μέχρι πότε τα παιδιά μας θ' αντικρίζουν τον τρόμο
τον διωγμό, μέχρι πότε θα έχουν παιχνίδι,
μέχρι πότε θα ζούμε στον τάφο μας μέσα
για να τρώει και να ζήσει της Σιών τ' άγριο φίδι;
μέχρι πότε θα γυρνάτε κεφάλι, δεν θα βλέπετε αίμα,
μέχρι πότε το χρήμα κι η κρεπάλη θα σας πνίγει στο ψέμα;
μέχρι πότε θα λέτε πως δεν ήταν γραμμένο
οι λαοί να σηκώσουν κεφάλι,
μέχρι πότε το λαό σταυρωμένο
θα θωρείτε, αγνοώντας την Ανάσταση πάλι;

Η απάντηση είναι με το αίμα γραμμένη
στην καρδιά, στην ψυχή, στο κορμί, στο κεφάλι,
η απάντηση είναι πως θα δούμε στημένη
στην πατρίδα μας, τη σημαία μας, πάλι!





Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η βροχή που ξεπλένει τις πλατείες.



Ανοίξανε οι ουρανοί χλευάζοντας το σύμπαν,
στον αιώνιο αγώνα του ενάντια στο χάος,
αναδείχτηκαν γωνιές, πλατείες και ταράτσες,
δρόμοι ρυπαροί κι ελεεινοί, ορυκτέλαια γεμάτοι.
Στους κάδους στήσανε χορό τ' ατέλειωτα σκουπίδια
προσμένοντας, ειρωνικά, ελπίδες και ψυχές.
Σε κάθε στενοσόκακο τα παιδικά παιχνίδια
παρέλασαν και σκόρπιζαν μακάβριες κραυγές.


Τη φλόγα της αντίστασης,
τη φλόγα της ψυχής μας,
σκιές της καλοπέρασης
αρνήθηκαν ξανά
αποστρέφοντας το πρόσωπο
στο βάθος της πληγής μας.

Όταν οι φλέβες του νερού
απάνω μας κυλούσαν,
όταν ψυχές και σώματα
με πάθος τού μιλούσαν,
εκείνο νόμισε γλυκά
πως σιγοψιθυρίζαν
και την οργή δεν ένοιωσε
που το 'κανε ατμό!

Η βροχή που ξέπλυνε τις έρημες πλατείες,
ξέπλυνε, βιαστικά, το άρρωστο μυαλό
μα όχι τις ψυχές μας που θαρραλέα
έβρεχαν τα χείλη με νερό.
Πλακάτ, πανό, συνθήματα ματώθηκαν
στην μπόρα,
μα 'κείνο που μας πόνεσε κι ήτανε πιο πικρό
ήταν η απουσία σας την ώρα του αγώνα
όταν στη γη μας έβρεχε σκοτάδι και κακό.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ν. Κυριακίδης: Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ (ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ)


 
 
Το βλέπεις ;
Σέρνεται χωρίς πόδια στη τρύπα του.
Χαίρεται -
Ακροατής περιγραφών, για το θανατικό τριγύρω.
Κάτι που δεν θάρθει ποτέ να τονε βρεί.
Όνειρα, απο που να φτάσουν……
Στοιχειωμένος στην αιώνια αυπνία
Καμιά τρικυμία δεν τον πλησιάζει.
Κι αυτός -
ζηλεύει την αρκούδα.
Με την ηρεμία του ύπνου στο λαγούμι της.
Την αξιοπρέπεια στη πείνα, την απέχθεια στο κρύψιμο.
Ο πατέρας της κοπέλας
κάνοντας ολόκληρο ταξίδι,ψάχνει αυτον που με το σάλιο
Μόλυνε τους αυριανούς του εγγονούς
Μάταια, όλα αυτά.
Μη ξαναμιλήσεις για ευθανασίες
Να σου πω, τι νομίζω :
Συναντήθηκαν κάποτε σε πόλη καφετιά
Το τίποτε
Ο περαστικός
Κι ένα πικρό κορίτσι με σπυριά.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Στους δρόμους τη νύχτα.



Στους δρόμους πια δεν τριγυρνώ,
τα φώτα δεν με λούζουν,
τ' αστέρια δεν μ' αγγίζουνε,
και πια δεν μου θυμίζουν
τις μελωδίες π' άκουγα
στον οίστρο της καρδιάς μου.
Οι δρόμοι στάζουνε χολή,
αίμα, πόνο και μίσος,
οι δρόμοι φόρεσαν στολή
π' αγκάθια τη στολίζουν.

 Στους δρόμους παίζεται συχνά
σαν άγριο παιχνίδι,
του ανθρώπου η εξόντωση
και των ψυχών η θλίψη.
Μαύρα φίδια που σέρνονται
ορμούνε στους διαβάτες,
κτυπάνε ύπουλα, κρυφά
και σέρνονται μ' απάτες
για να τρομάξουν, να κρατούν
τα στόματα κλεισμένα
μπροστά στα ξόρκια του κακού,
στο χάος της αβύσσου,
στη μοναξιά του εαυτού,
στο θρίαμβο του μίσους.

Στους δρόμους δίνεται βουβά
ο αγώνας του ανθρώπου,
γι' αξιοπρέπεια, τιμή,
και λευτεριά του τόπου
που ασταμάτητα βογγά,
στενάζει και δακρύζει
γιατί διαρκώς, ολονυχτίς
το αίμα τον ποτίζει.

Στους δρόμους νύχτα δεν γυρνώ,
τα φώτα δεν με λούζουν,
το απέραντο σκοτάδι της
και τ' άστρα δεν μ' αγγίζουν,
γιατί επέλεξα εγώ τη ζεστασιά του ήλιου,
το φως φωνάζω είν' η ζωή, 
τ' ανθρώπινου βασίλειου.







Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Στον αστερισμό του άσπρου!



(στη Φένια που μου έδωσε την έμπνευση)

Άσπρη ειν' η αρία φυλή,
άσπρη είναι κι η σκόνη,
όσο τρυπάς το χέρι σου,
τόσο θα σε σκοτώνει.

Άσπρες οι μπλούζες των γιατρών,

άσπροι και οι μανδύες
που σε τυλίγουν να μη δεις
του πόνου ιστορίες.

Άσπρα τ' αρχαία μάρμαρα,
χάσανε στη σκουριά τους
το φως που δίναν στους λαούς
να βρουν τη λευτεριά τους.

Άσπρο το χιόνι στις πλαγιές,
δεν εννοεί να λιώσει
γιατί κάποιοι βάλαν σκοπό
η γη μας να ματώσει!

Άσπρη η άκρη του ματιού
π' αντίκρυσε τη φρίκη
στο Άουσβιτς, στο Σομπιμπόρ,
στην Τελική τους Λύση!

'Ασπρα ειν' τα λευκά κελιά
που μέσα τους φορτώνουν
ανθρώπους π' αντιστάθηκαν,
που δεν μπορούν να λιώσουν.

Άσπρη η ομίχλη που 'φτιαξαν
για να μη δεις ποτέ σου
τ' αρπακτικά που πέσανε
να πιουν απ' τις πληγές σου.

Μαύρος, ο μαύρος τους σταυρός,
ακάνθινο στεφάνι
που θέλουν να φορέσουμε
στο μέτωπο και πάλι.

Μαύρ' η ψυχή των τρωκτικών,
η πεταλούδα της οχιάς
είναι κι εκείνη μαύρη,
μαύρος θα 'ναι κι ο θάνατος
που θα τους βρει και πάλι,

γιατί γνωρίζουνε καλά αυτοί
που ζουν απ' το σκοτάδι,
πως στους αιώνες χάθηκαν
απ' τη δική μας πάλη.