Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Cogito.




Σκέφτομαι τις μοναχικές στιγμές που η μνήμη μου θολώνει,
κάπου εκεί στα πέρατα που η φαντασία πλάθει,
τις νύχτες που το άραχνο σκοτάδι της ψυχής μου,
σκιές, πλάσματα, όνειρα κι ιστορίες στου μυαλού μου την οθόνη,
εκεί που το ανύπαρκτο στο υπαρκτό καταλογίζει λάθη,
πως άλλο είναι το νόημα της θλιβερής ζωής μου.

Σκέφτομαι κι απολογούμαι διαρκώς για τ' ανθρώπινο το γένος,
που άφησε της Λογικής τ' άχαρα μονοπάτια
για να τραβήξει, έρημο, τους εύκολους τους δρόμους,
σκέφτομαι πως ο άνθρωπος τον άλλο θυσιάζει με φοβερό, μεσ' την ψυχή του, μένος,
παρατηρώ τον ουρανό να πλημμυρίζει μ' άτια
που σιδερένια θάνατο σκορπούν και ατελείωτους φόβους,

σκέφτομαι και αναπολώ τις τόσες ουτοπίες
που το ανθρώπινο μυαλό πάσχισε να στοιχίσει
στο όνειρο και στη ζωή για ένα άλλο βιός,
για να ξεφύγει, να σωθεί απ' ατέλειωτες θυσίες,
να βρει και να μονιάσει το πέρας με τη ζήση
και να καλπάσει, αγέρωχο, σαν να 'τανε θεός.

Σκέφτομαι πως ο άνθρωπος τον άνθρωπο σκοτώνει
για εξουσία, ηδονή, πλούτο και δυστυχία,
για να μπορέσει να διαβεί τις πύλες του αγνώστου
και να θεριεύσει μέσα του το πάθος που ματώνει
όταν τον άλλο άνθρωπο τσακίσει μ' αδικία
και λησμονήσει τον σκοπό τού ειδικού του νόστου,

της αιώνιας επιστροφής στις ρίζες της ζωής του
που αναδεικνύει τ' ανθρώπινο κι αφήνει το κτηνώδες
να μαραζώσει, να χαθεί για πάντα απ' την ψυχή του.
Σκέφτομαι πως η ανθρώπινη, αιώνια, τραγωδία
ανέβασε τον άνθρωπο στο ουράνιο ιώδες
για ν' αντικρούσει με ορμή τη θεία κωμωδία

που τον επέλεξε να ζει με βλέμματα σκυμμένα
στην επιφάνεια της γης, στο όριο του νου του,
να μην τολμήσει μοναχός να ορθώσει το κορμί του
απέναντι στα δόλια σχέδια τα στημένα
από το μίσος των θεών στη θεία επιμονή του
ν' ανταμωθεί μ' αυτούς εκεί στης αγάπης και του έρωτα τη μόνη επιλογή του!

Σκέφτομαι πως αν ξέχναγα και τίποτε δεν νοιώθω
θα είναι γιατί έκλεισαν οι πύλες της ζωής μας,
γιατί μας πέταξαν μακρυά απ' τον παράδεισό μας
και δεν μας είπανε ποτέ ποια είν' η δύναμή μας
όταν σφιχτά αγκαλιάζουμε τον δύστυχο αδερφό μας
και την ψυχή μας δίνουμε χωρίς οργή και φόβο.

Σκέφτομαι πως αν σκέφτομαι θα πάψω να υπάρχω
γιατί τα όρνια τ' ουρανού μάς θέλουνε κλεισμένους
στα τείχη που 'χτισαν γοργά για να σκεφτούμε μόνοι,
γιατί τη σκέψη έκαναν μηχανική για ν' άρχω
ο εαυτός μου μοναχός μ' άλλους αποκλεισμένους
απ' της ζωής την ομορφιά, της ελπίδας το τιμόνι!

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Εικόνες – vita brevis.





[εξαιρετικά αφιερωμένο στην Τίνα Μ. (μας)]



Στα σκαλοπάτια του μυαλού στιβάζουμε εικόνες
που λαίμαργα ανακαλούν τις μνήμες μιας ζωής,
που πέρασε, μας μίλησε μοναχικούς χειμώνες
όταν τα βάθη τ' ουρανού μας στέρησαν
χάδια μιας θαλπωρής

που μάταια γυρεύαμε ψάχνοντας στα σκοτάδια
μιας ύπαρξης που κοίταξε κατάματα το φως,
να βρούμε, ν' αγκαλιάσουμε, να φτιάξουμε πηγάδια
για να γευτούμε άπληστα τη δροσιά
από το γάργαρο που 'κλεψε ένας μικρός θεός.

Εικόνες απ' τ' απέραντα θαλασσινά λιβάδια,
από τον πράσινο βυθό που ελπίδες τρέφει και χαρές,
απ' το γαλάζιο τ' ουρανού που μας χαρίζει νάζια
όταν το σούρουπο γελά τρώγοντας τους λωτούς
απραγματοποίητων ευχών, στου ήλιου τ' απλανές

μειδίαμα που χάρισε λαμπύρισμα στα άστρα,
ασήμι και αλάβαστρο στις πέτρινες πλαγιές,
τα κυκλαδίτικα χωριά να μας φαντάζουν κάστρα,
πορφύρα και χαμόγελο στ' άνθη του νυχτολούλουδου
που, αγόγγυστα, μας μέθαγε μοναχικές βραδιές,

εικόνες απ' το άγνωστο που θέλαμε να δούμε,
από το πρόσωπο γλυκών, ερωτικών, στιγμών,
εικόνες από το άδυτο του νου που θέλαμε να βρούμε
πάθη, αναμοχλεύοντας και ξύνοντας πληγές,
προσωπικών λυγμών,

εικόνες που ασταμάτητα σωριάζονται, μαζί μας,
μεσ' το κυνήγι του άπιαστου, αδιάκοπου και τραγικού χορού
μιας ξένης, αφιλόξενης και μυστικής πληγής μας
που χρόνια, τώρα, αιμορραγεί δίχως το γιατρικό
που ψάχνουμε ασταμάτητα να το 'βρουμε παντού.

Στιγμές από τη χίμαιρα που 'μελε ν' ανταμώσουμε
για να διαβούμε τις κορφές μιας σύντομης ζωής,
μέχρι να δούμε τη ζωή και να της ψιθυρίσουμε
τα μυστικά που πέρναγαν μπροστά μας διαρκώς,
το μάτι να της κλείσουμε, μαζί να πορευτούμε
μέχρι τ' αδιάβατο στενό της τελικής στιγμής.

Έτσι γεμίζουμε γοργά τ' ανθρώπινο μυαλό,
μ' εικόνες που τις κάνουμε να 'ναι ο σύντροφός μας
όταν το πέπλο θα σκιστεί στου ανέμου τη ριπή
και θα φανεί ξεκάθαρα ποιος είναι ο καημός μας
γι' αυτό που ανεκπλήρωτο μάς μένει στη ζωή.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Το βάθος τ' ουρανού.



[Μένανδρος: “ ώ τι χαρίεν εστί άνθρωπος όταν άνθρωπος ή”]

Εκεί στο βάθος τ' ουρανού χορεύουν ξωτικά,
στήνουν χορούς αγγέλοι, πουλιά εξωτικά.
Πέρ' απ' τη λάμψη του φωτός, στου χάους την αγκάλη
καλπάζει η φαντασία μας και μας γεμίζει ζάλη.

Γιατί στο βάθος τ' ουρανού, τ' αστέρια έχουν χαθεί,
κι η θαλπωρή του ήλιου μας φαντάζει μακρινή.
Στον παφλασμό του σύμπαντος, στης γέννας τις οδύνες,
φαντάζουμε ασήμαντοι δίχως ζωή και μνήμες.

Εκεί στο βάθος τ' ουρανού πετούνε οι ευχές μας,
τα πιο κρυφά μας όνειρα, οι ελπίδες κι οι χαρές μας.
Εκεί διαλέξαμε εμείς, στην πλάτη του αγνώστου,
να φτιάξουμε παράδεισους, ανταμοιβή του κόπου

μίας ζωής που αγκομαχά για να 'βρει τον σκοπό της,
να στήσει τα καρτέρια της, ν' αρπάξει, στον αχό της,
ότι πολύτιμο θαρρεί πως δίνει ευτυχία
στον άνθρωπο που αγνοεί την πάλη, τη θυσία.

Όμως, το βάθος τ' ουρανού είναι για τους ανθρώπους
γιγάντιο βασίλειο χτισμένο σ' άλλους τόπους,
εκεί που σβήνει οριστικά το μίσος στις ψυχές μας
κι ο άνθρωπος τον άνθρωπο σέβεται στις καρδιές μας,

εκεί σε μέρη απρόσιτα, στου χάους τα λαγκάδια
γυρεύουμε και βρίσκουμε της ζήσης μας τα χάδια,
εκεί πετούνε αετοί φτιαγμένοι από το κύμα
ενός φωτός που λαχταρά να βγει από το μνήμα

που το 'κλεισαν, το σφράγισαν για να μη δει το νήμα
που από λαβύρινθους φριχτούς μας οδηγεί στο βήμα
που ξετυλίγεται απλά μπροστά μας στη ζωή
στη λύτρωση απ' των πόνων μας τη φοβερή στιγμή.

Εκεί στο βάθος τ' ουρανού μ' ιδρώτα, μ' αντοχή,
χτίζει ο πλάστης κιβωτούς για να σωθεί η γη,
ξέπνοος στην αντάρα και ορθός μεσ' τη γλυκειά σιγή,
προσμένει να σηκώσουμε το βλέμμα απ' την πληγή,

να δούμε πως ο άνθρωπος στο βάθος της ψυχής του
κρύβει τον σπόρο της ζωής, το κάλλος της μορφής του,
όταν ορθώνεται ψηλά ενάντια στον πόνο
θυσιάζοντας την ύπαρξη σ' ένα σκοπό και μόνο,


παλεύει, αγωνίζεται, γκρεμίζει τείχη, κάστρα,
όταν για τον συνάνθρωπο θα εφορμήσει στ' άστρα,
όταν θα νοιώσει μέσα του ποιος είν' ο εαυτός του
κι η αλληλεγγύη, η συμπονοιά, η αγάπη, η κατανόηση
θα γίνουν ο σκοπός του.


Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Εθελοντές στη ζωή.




στ' αλώνια που πυρώνουνε στου ήλιου την αγκάλη,
στην πέτρινη ξερολιθιά που όρια χαράζει
σε μία γη που καρτερά αιώνες να καρπίσει,
μα η ζωή αλύπητα τη δένει με την πάλη
του μόχθου,
είμαστ' εμείς εθελοντές.

στο νέκταρ που στεγνώνει απλά στου σταφυλιού τη ρόγα,
στη χαρισμένη από τη γη μικρή σταλαγματιά
από πηγάδια δροσερά που κρύβουν την ανάσα
των υπόγειων νερών που μας κρατούν αθάνατους τούτην εδώ την ώρα
του αγώνα,
είμαστε εμείς εθελοντές.

στο πελαγίσιο χάραμα που απλόχερα χαρίζει
στις τρυφερές ψυχές, στα μάτια των παιδιών,
χρυσάφι απ' το ζευγάρωμα της θάλασσας και τ' ουρανού,
στο δειλινό που οι θεοί ζηλέψανε γιατί αποκαλύπτει
τη δύναμη του χρώματος,
τη νίκη του φωτός,
είμαστε εμείς εθελοντές.

στην άρμη που τα χείλια μας ξεχνά να εγκαταλείψει,
στην επένδυση του χώματος στην πλάτη των κτιστών,
στα ροζιασμένα χέρια εργατών, ψαράδων και ναυτών,
ανθρώπων αισιόδοξων που ο νότος άνδρωσε γερά
και δεν θα παραλείψει
να γίνει το θεμέλιο καλύτερης ζωής,
είμαστε εμείς εθελοντές.

στα δύσβατα ψηλά βουνά που ζώνουνε σαν φίδια,
το απέραντο βασίλειο μοναχικών λαών,
στον όρκο της βαθιάς σιωπής στην πάλη των καιρών,
στη φυσική οχύρωση που μόνο αυτά τα ίδια
προσφέρουνε απέναντι
στο βορινό χιονιά
και στους κατακτητές,
είμαστε εμείς εθελοντές.

Εθελοντές στο μέτωπο του αγώνα που σαλπίζουν
τα άνθη της ελιάς, το μέλι των θυμαριών,
οι νύμφες και οι σάτυροι, τιτάνες, νηρηίδες,
τα πλάσματα που πολεμούν και σιγοψυθιρίζουν
το μεγαλείο του έρωτα,
τον αγώνα της ζωής.

[εμπνευσμένο από τους Jefferson Airplane]

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Αν




αν η ζωή σου έγινε παιχνίδι σ' άλλα χέρια,
αν η ματιά σου έσκυψε στο χώμα και τη γη,
αν ο αγέρας έκαψε τα άνθη στα παρτέρια,
αν ο λαιμός ξεράθηκε και έγινε πληγή,
μη γονατίσεις,

αν ο ορίζοντας πλημμύρισε ανθρώπινα συντρίμμια,
αν ο Καιάδας άνοιξε για να σε καταπιεί,
αν σύντροφός σου έμελε να γίνει η τρικυμία,
αν λέξη συμπαράστασης κανένας δεν θα βρει,
μη σταματήσεις,

αν η καρδιά σου φράχτηκε σε πλέγμα απελπισίας,
αν σε χλευάζουν διαρκώς ανέραστοι, φαιδροί,
αν στο μυαλό σου στάζουνε χολή συκοφαντίας,
αν σε προσμένουν στη γωνιά του σκότους οι στρατοί,
μη λιγοθυμήσεις,

αν μαύρα, απλώνει, τα φτερά ο εξουσιαστής σου,
αν σε χαρτιά τυπώνουνε τα χρέη της ζωής,
αν πάντοτε σκυφτή θέλουν την ύπαρξή σου,
αν προσδοκούν στα πόδια τους μπροστά να συντριβείς,
μην απελπίζεσαι,

αν όλ' αυτά που χτίζουμε στη στάχτη τα χαρίζουν,
αν σε χαράδρες φοβερές, σε σπήλαια της γης
θάβουν σκαφτιάδες ρυπαροί, υπάνθρωποι φτυαρίζουν,
αν χώνουνε βαθιά τα χέρια τους στα σωθικά ανθρώπινης ψυχής,
μη σταματάς,

πολέμησε,
σήκωσ' ορθό ξανά το έρμο το κορμί σου,
ο μαύρος αδερφός καλπάζει και θα 'ρθει λυτρωτής,
θα τους γκρεμίσει,
θα φανεί το βάθος της πληγής σου
και μέσα εκεί θ' ανθίσουνε
τα άνθη της οργής.
Σημαίες θα σηκώσουμε
στου ορίζοντα τις άκρες,
θα είμαστε, ξανά, εμείς θριαμβευτές,
στο μέτωπο που άνοιξε, στη μάχη της ελπίδας,
το ανέφικτο θα κάνουμε λάβαρο της ζωής.

[στον Ρ. Κιπλιγκ για το ποίημά του: Αν]


Ατλαντίδα




Κάτω από τα κύματα του πορφυρού πελάγους
της λήθης και της μοναξιάς,
ατενίζει αγέρωχα την ειμαρμένη,
χλευάζοντας τα όνειρα των ζωντανών,
αυτή που χάθηκε νωρίς.

Το αίμα της είναι η αρμύρα του θαλασσινού νερού,
ο άνεμος που περνοδιαβαίνει τις στήλες και τα ερείπιά της
είν' το μουρμουρητό των πλασμάτων της θάλασσας
που μεταφέρουν τις ειδήσεις του απάνω κόσμου
που τη μνημόνευε εξαρχής.

Η πολιτεία του ήλιου, το πρόσωπο της ισχύος,
η παντοκράτειρα κυρίαρχος όλων των μύθων,
αγκαλιάζει το απρόσωπο των υδάτων
στον ήχο μιας αδιάκοπης, μοναχικής,
σιγαλιάς βουβής.

Θύμησες παλιές, έρωτες μεγάλοι,
ταξίδεμα στην άκρη του φωτός,
αγνάντεμα των μακρινών, αχόρταγων, ορίων
που την περίμεναν να 'ρθει, κατακτητής,
στα πέρατα της γης.

Μα οι θεοί γελούσανε και στήνανε καρτέρι
στ' αχαλίνωτα όνειρα προκλητικής ορμής,
σχεδίασαν και έπνιξαν με δόλο, δίχως οίκτο,
τη λάμψη αυτού του αστεριού
που πρόσμενες να δεις.

Χρυσόσκονη πλημμύρισε το πελαγίσιο κύμα,
λάβα χυμένη στο βυθό απ' του πλάστη το υλικό,
μέταλλα πολύτιμα και αίματα της γης
σκορπίσαν, βάψαν τον βυθό και φτιάξανε τον μύθο
του αλύτρωτου
που έγινε θυσία της στιγμής.

Η θάλασσα σαβάνωσε το αρχαίο μαυσωλείο,
μα τροφοδότησε, κρυφά, από ανήλιαγες πηγές,
το αίμα και το πνεύμα της,
τη θέληση, το θείο μεγαλείο,
για να ανδρωθεί και να καρπίσει στις επόμενες γενιές.



Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή.


> Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν
> ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
> Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ
> πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.
> Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς
> ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.
> Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν
> ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
> Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ
> ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
> Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης
> εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ
> φυσικοῦκόσµου.
> Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα,
> γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …».
> Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα
> πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του.  Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ
> προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.
> Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει
> καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν
> ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο.
> Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ
> τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση.
> Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ
> γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;
> Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας
> δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.
> Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ
> µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ
> στὴλογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα
> καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ
> ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς
> νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ
> ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ
> στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ
> ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς
> πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη
> τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς
> γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.
> Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ
> πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης
> χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς
> ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ
> ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ,
> τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου
> ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
> Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους
> τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
 
> Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ
> ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ
> λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε.  Ἂς
> συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.»
>
____________________________________________________________
> Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου
> Νόμπελ Λογοτεχνίας, Στοκχόλμη, 11 Δεκεμβρίου 1963
> Σαν να το είπε χθες!